Τιμόθεος μοναχός Σταυρονικητιανός (1900 – 1989)

Τιμόθεος μοναχός Σταυρονικητιανός: Ο κατά κόσμον Νικόλαος Ζαχαριάδης του Μιχαήλ και της Ελένης γεννήθηκε στην Προύσα της Μ. Ασίας το 1900. Προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1926. Εκάρη μοναχός το 1928 στο Σταυρονικητιανό Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Έζησε και στα Κελλιά της ίδιας μονής του Αγίου Γεωργίου, των Τριών Ιεραρχών, του Αγίου Ανδρέου και του Γενεσίου της Θεοτόκου.

Ζούσε ως διά Χριστόν σαλός. Ακτήμων, πάμφτωχος, αυτοειρω-νευόμενος, φτωχοντυμένος. Το Κελλί του Αγίου Ανδρέου, που ζούσε για χρόνια, ήταν ένα ερείπιο. Έκρυβε συστηματικά την αρετή του. Πα­ρηγορούσε με τρόπο εκεί που έπρεπε. Για να μην τον τιμούν έκανε αστεία. Μας μιλούσαν γι’ αυτόν εύφημα οι ηγούμενοι της μονής Σταυρονικήτα Βασίλειος και Τύχων και άλλοι πατέρες που τον γνώριζαν από κοντά. Συνήθως τα καλοκαίρια έμενε έξω και μόνο τους χειμώνες πήγαινε κάτω από σκεπή.

Στην αρχή της Μ. Σαρακοστής, που πήγαιναν κάτι να του δώσουν από τη μονή, ζητούσε αρτύσιμα, λέγοντας «ο καλόγερος χρειάζεται καλό φαΐ». Όταν ο ηγούμενος Τύχων πήγε στο καλύβι του, μία Κυρια­κή της Σαρακοστής, έβραζε αλάδωτη φακή. Όταν τον ρώτησε γιατί δεν βάζει λάδι, του απάντησε: «Δεν έχει καλό λάδι αυτός ο μπακάλης στις Καρυές». Ήξερε να κρύβεται. Ένας νέος που πήγε στο κελλί του σκέφθηκε να του ζητήσει την Αγία Γραφή που είχε, για ευλογία. Δίχως να πει τίποτε, ο Γέροντας τού την έδωσε. Κι εκείνος τα έχασε. Μιλούσε στον καθένα τα κατάλληλα και τα ωφέλιμα.

Ένας μοναχός που τον γνώρισε καλά, αναφέρει περί αυτού: «Ξένος προς την έξω σοφία, ολιγόλογος, ολιγαρκής, με καμιά υπόληψη για τον εαυτό του, τον οποίο θεωρούσε υποκάτω πάντων. Απέφευγε τις συναναστροφές και τον έτρεφε μάλλον η μοναξιά και η ερημιά. Πάντοτε απλός, ευγενής, ασκητικός. Όταν μόνος του εξευτέλιζε τον εαυτό του, είχε καλά την αίσθηση ότι είναι απόλυτα ειλικρινής. Το διέκρινες από την αντίθεσή του προς το ψεύτικο, το συναισθηματικό, το φτιαχτό, το χαζοταπεινολόγο. Δεν είχε φήμη του διορατικού, όμως σίγουρα αυτός ήταν ένας μεγάλος, κρυφός αγωνιστής με βαθιές γνώσεις».

Όπως έλεγε σ’ έναν άλλο μοναχό πολύ απλά, έβλεπε τις καρδιές των ανθρώπων σαν σε ανοιχτό βιβλίο. Έλεγε: «Εκείνος ο μοναχός δεν είναι άρρωστος, αλλά δεν του αρέσει το διακόνημα του μάγειρα». Σε άλλον που κάπως ενοχλήθηκε, δίχως να πει τίποτε σε κανέναν, που έγινε άλλος διάκος και όχι εκείνος, του είπε: «Μη σε πειράζει καθόλου που δεν έγινες διάκος».

Όταν τον ρώτησαν αν είδε ποτέ τον δαίμονα, απάντησε με απλότητα: «Τον είδα ψηλό, να μου λέει: “Αν δεν σταυρωνόταν Εκείνος, τί θα σας έκανα”». Τον πείραζε ο πειρασμός έως τέλους. Ήθελε να τον φέρει σε απόγνωση, ταραχή, άρνηση. Δεν τα κατάφερε όμως ο παμπόνηρος δαίμονας.

Και για το παραμικρό που του έδινες ήταν πάντοτε ευγνώμων και ευχαριστημένος. Δόξαζε συνεχώς τον Θεό για όλα. Ήταν λιτοδίαιτος, αυτάρκης, λίαν εγκρατής. «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ· πασάς, έλεγε, είμαι εδώ». Άλλοτε έκανε τον σαλό. Έκοβε τα γένεια και τα μαλλιά του. Όταν ήταν μικρός, έλεγε: «Αντί να μάθω γράμματα στην πατρίδα μου, πήγαινα στο ποτάμι κι έπιανα ψάρια. Είμαι αγράμματος, ξύλο απελέκητο, κούτσουρο, ζώο, χαζός». Στα τελευταία του πάλι τον πείραζε ο δαίμονας ότι δεν θα σωθεί και είχε μία αγωνία. Όταν όμως κοινώνησε, ηρέμησε. «Ήλθε η Παναγία», έλεγε. Έφυγε ήρεμος, γαλήνιος, νηφάλιος, σαν πουλάκι. Ούτε που το κατάλαβε ο διακονητής.

Ανεπαύθη στις 14.11.1989 γηροκομούμενος στη μονή Σταυρονικήτα επί μία περίπου διετία. Πάντα νοσταλγούσε την έρημο. Το πνεύμα ήταν πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενούσε. Έκανε υπομονή στην ασθένεια. Όταν κάποιος τον ρωτούσε: «Γερο-Τιμόθεε τί κάνεις;». Απαντούσε· «κάθομαι». Η απάντηση ήταν στοχαστική, με βαθύ πνευματικό περιε­χόμενο. Έλεγε δηλαδή κάθομαι εδώ, μένω, περιμένω με υπομονή. Σαν τους αρχαίους αββάδες που έλεγαν: «Ησυχάζω, φυλάω τον τόπο». Έζησε 63 χρόνια στο Άγιον Όρος αθόρυβα, ησύχια και ασκητικά. Με­ρικοί “έξυπνοι” τον είχαν για ναυάγιο, δίχως να καταλάβουν πως ήταν περιττή η πρώτη συλλαβή. Αναπαύεται και αυτός στο κοιμητήρι της μονής Σταυρονικήτα, αναμένοντας να ξυπνήσει, όταν ηχήσει η σάλπιγ­γα την έσχατη εκείνη ημέρα.

Γέροντας Τιμόθεος ο Καψαλιώτης

O γερω-Τιμόθεος ό Καψαλιώτης είχε έρθει πρόσφυγας από την Προύσα. Έζησε 67 χρόνια στο Όρος. Ποτέ δεν βγήκε στον κόσμο. Γύρισε όλο το Όρος.

Έζησε σαν πουλάκι με τέλεια ξενιτειά. «Σ’ αυτόν τον κόσμο», έλεγε, «δεν έχω κανένα, ούτε φίλο ούτε συγγενή ούτε γνωστό». Κατά μόνας ήταν εως ου παρήλθε από τον φθαρτό και μάταιο τούτο κόσμο. Ήταν πράος, ειρηνικός, χαρούμενος και ευδιάθετος πάντοτε. Καίτοι έζησε όλη του την ζωή στην μοναξιά, ήταν ισορροπημένος. Τελείως αγράμματος. Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.

Απέφευγε την κατάκριση και δεν ασχολείτο με τούς άλλους. Το κυριότερο, είχε πολλή αύτομεμψία, μεγάλη ταπείνωση και πολλή απλότητα. Οι κρίσεις του ήταν εύστοχες. Σε πολλούς φανέρωνε τούς λογισμούς των. Σε κάποιον δόκιμο του είπε: «Θα περάσει ο χειμώνας και θα φύγεις». Σε άλλον, χωρίς να του πει τίποτε, του είπε τι τον απασχολούσε και τον συμβούλευσε καταλλήλως.

Παρουσιαζόταν σαν γαστρίμαργος.

Έλεγε για τον εαυτό του: «Εγώ δεν κάνω για τίποτε-μόνο για φαγητό είμαι πρώτος. Είμαι βόδαρος, ντιπ χαζός, αγράμματος».

Έτρωγε χόρτα αλάδωτα, και όταν τον ρωτούσαν τι έφαγε, έλεγε μπριζόλα. Πήγε σε κάποιο Κελλί και είπε: «Δεν βλέπω κήπους. Βάλτε να έχετε από όλα, να τρώτε. Φαγητό-ζωή, νηστεία-θάνατος», είπε χαμογελώντας και κρύβοντας την δική του άσκηση.

Όταν κάποτε ζούσε σε μία σπηλιά κοντά στον Άγιο Παύλο, του παρουσιάσθηκε τη νύχτα ό διάβολος εξαγριωμένος και του είπε. «Αν δεν είχε σταυρωθεί ο Χριστός και αν δεν φορούσες τον σταυρό, να δεις τί θα σου έκανα».

Είπε ό γερω-Τιμόθεος: «Τον λαιμό σου να τον κάνης λεπτό από τη νηστεία, ώσπου να περνά από σακοράφα, αν δεν έχεις αγάπη, όλα χαμένα είναι».

«Ό Θεός τα έσχατα μακαρίζει».

Εκοιμήθη στις 13 Νοεμβρίου 1989. Είχε τέλος καλό και ειρηνικό. Το πρωί κοινώνησε. Έλεγε συχνά, «Παναγία μου, Παναγία μου», και μετά απαντούσε ό ίδιος, «δεν ήρθε ακόμη ή ώρα». Ξάπλωσε για λίγο. Του είπε ό διακονητής του να του δώσει την ευχή του. Σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι του, πράγμα πού δεν το συνήθιζε άλλοτε. Μετά αποκοιμήθηκε για ένα δεκάλεπτο και στο τέλος έκανε μία βαθειά εκπνοή και ετελειώθη. Εκοιμήθη σε ηλικία 90 ετών περίπου. Στο τέλος έμεινε μόνο σάρκα και οστά.

 


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!