Θαυμαστό περιστατικό με τον Π.Ευμένιο Λαμπάκη

Από ένα άλλο θαυμαστό γεγονός καταλαβαίνουμε τό μέγεθος τής πνευματικής πατρότητας τού πατρός Ευμενίου.

Παίρνει μετάθεση ό πατήρ Ιερόθεος στο χωριό Σαϊτούρες, όπου ήταν εφημέριος ό πατήρ Εύμένιος, ώς ιερέας καί δάσκαλος, διαμένοντας στήν Ιερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Αρκαδίου. Δέν είχε κλείσει άκόμη δύο χρόνια ώς ιερέας καί τον στέλνει τό Μοναστήρι για τό δεκαπεντάρι τού Αύγούστου, νά διακονήσει σέ ένα Μετόχι τού Αγίου Αντωνίου, στο Βένι τής έπαρχίας Αμαρίου.

Προηγουμένως συνεννοείται ό Ηγούμενος τού Αρκαδίου μέ τον πατέρα Εύμένιο νά κάνουν τον πατέρα Ιερόθεο πνευματικό, διότι θά έπρεπε νά εξομολογεί λόγω τού Δεκαπενταύγουστου. Έτσι, τού Προφήτη Ήλία, λειτουργούσαν μαζί μέ τον Πισιδίας Ιεζεκιήλ, τον μετέπειτα Κώου, πού τον έκτιμούσε πολύ ό π. Εύμένιος μιας καί ήταν Γέροντας του. Κατά την διάρκεια τής Θείας Λειτουργίας περνούσε ό π. Εύμένιος μπροστά άπό τον πατέρα Ιερόθεο καί έλεγε:

-Κέλευσον, κελεύσατε.

Κάποιον θά προορίζουν γιά πνευματικό σκεφτόταν ό π. Ιερόθεος, χωρίς νά πηγαίνει ό νους του ότι θά ήταν εκείνος, διότι συλλειτουργούσαν πολλοί ιερείς. Πριν τό τέλος τής Θείας Λειτουργίας, παίρνει ό πατήρ Εύμένιος ένα έπιγονάτιο, πλησιάζει τον πατέρα Ιερόθεο καί τον οδηγεί στον Επίσκοπο, όπου εκείνος τον χρίζει Πνευματικό, χωρίς νά προλάβει νά πει ούτε λέξη. Από μέσα του, όμως, είχε μεγάλη άνησυχία καί στενοχώρια. Σκεφτόταν ότι είναι καλόγερος τού Αρκαδίου, έγινε πνευματικός δίχως νά πάρει εύχή άπό τον Ηγούμενο καί θά νομίζουν ότι εκείνος επιθυμούσε τό όφφίκιο τού πνευματικού. Μπαίνουν στο Ιερό Βήμα καί λέει τού πατρός Εύμενίου:

-Πώς θά άντικρίσω τώρα τον π. Άνθιμο;

Εννοούσε τον Ηγούμενο τής Μονής Αρκαδίου.

-Μην στενοχωριέσαι, τού άποκρίνεται, μέ συνεννόηση τό κάναμε.

Έτσι, πηγαίνει ό πατήρ Ιερόθεος στο Μετόχι τής Μονής Αρκαδίου. Ό κόσμος ήταν πολύς, διότι είναι μεγάλο προσκύνημα. Ό νεαρός πνευματικός, ό πατήρ Ιερόθεος, τελούσε τις Ακολουθίες καί έξομολογούσε τον κόσμο. Άρχισε, όμως, νά έχει πρωτόγνωρες έμπειρίες μέ άποτέλεσμα νά βρεθεί σέ μία πνευματική άναστάτωση. Έβλεπε μπροστά του σάν κινηματογραφική ταινία όλα, όσα τού εξομολογούνταν. Τούς καλούς καί τούς κακούς λογισμούς καί τις πράξεις τους. Άρχισε να έχει κι αύτός πονηρούς λογισμούς, να μην μπορεί να κοιμηθεί τό βράδυ, νά τού φαίνονται παράξενα αύτά πού τού έλεγαν. Ένοιωθε άδειος εσωτερικά. Ώσπου στις 8 Αύγούστου, τού Άγιου Μύρωνος, μετά τό τέλος τής Θείας Λειτουργίας λέει τού Διακόνου, τού πατρός Τίτου Βαμβακά, πού ήταν μαζί του:
-Φεύγω, πάω στά Ρούστικα, στον πατέρα Εύμένιο. Άν δεν έρθω τό βράδυ νά κάνεις την Παράκληση με «Δι ευχών».
Ξεκινάει με τά πόδια. Φθάνει στον κεντρικό δρόμο, βρίσκει ένα αύτοκίνητο καί πάει στο Ρέθυμνο. Εκεί ειδοποιεί έναν άνεψιό τού Γέροντος πού είχε ταξί νά τον πάει στά Ρούστικα. Μπαίνει στο κελλί του καί μόλις τον βλέπει άρχιζει:

-Εσύ φταις γιά όλα, εσύ με κατέστρεφες, εγώ δεν είχα ποτέ πονηρούς λογισμούς, δεν είχα άκούσει ποτέ τέτοια πράγματα, δεν μπορώ νά κοιμηθώ, δεν μπορώ νά σταθώ.
Καί συνέχιζε φωνάζοντας:
-Θά φύγω, δεν κάθομαι άλλο.

Ό πατήρ Εύμένιος, παρ’ όλη τήν ένταση τού άπαντά στοργικά:

-Δείρε με, παιδί μου, δείρε με, σπάσε μου τήν κεφαλή. Εγώ τά φταίω όλα, εγώ τά κανόνισα έτσι με τον Ηγούμενο. Ό,τι καί νά μου πεις, παιδί μου, έχεις δίκιο. Κάτσε, κάτσε.
Τον βάζει νά καθίσει καί λέει στήν άδελφή του, πού είχε τρέξει νά δει τί γίνεται, νά τούς αφήσει μόνους καί τού μιλάει με περισσή πατρική άγάπη:

-Εγώ, παιδί μου, φταίω, δεν έχεις πείρα, δεν ήταν ή ώρα σου νά γίνεις Πνευματικός. αύτό δεν δίδεται στήν χειροτονία σε ιερέα ή πατρότητα διά τού μυστηρίου τής έξομολογήσεως.
Αυτή τήν δίνουν αργότερα. Γιά τήν άσφάλεια τού μυστηρίου καί τού άνθρώπου, νά άποκτησει πρώτα εμπειρία. Εσύ, παιδί μου, δεν ξέρεις τίποτα, αλλά μήν στενοχωριέσαι. Εγώ παίρνω τό βάρος σου πάνω μου, σε μένα, παιδί μου, οι τύψεις σου. Πήγαινε στήν δουλειά σου, στάσου στο διακόνημά σου καί εγώ, παιδί μου, θά άναλάβω.
Καί όταν μέ τό καλό θά γυρίσεις τό Σεπτέμβρη εδώ στις Σαϊτουρες γιά τό σχολείο, θά καθόμαστε τά άπογεύματα, εδώ στήν βεγγέρα και θά σού λέω μερικά πραγματα. Θά σού δωσω καί βιβλία νά διαβάσεις καί θά δεις, παιδί μου, θά τά καταφέρεις.

Ό πατήρ Ιερόθεος άμέσως ήρέμησε. Σάν νά τον έλουσε καταρράκτης καί τού πήρε όλες τις σκοτούρες. Ξαφνικά ένοιωθε άνάλαφρος. Ξεκίνησε νά πάει στο διακόνημά του καί άποχαιρετώντας τον ό πατήρ Εύμένιος τού λέει:

-Ενα πράγμα θά ήθελα νά κάνεις μόνο, παιδί μου. Όση ώρα έξομολογούνται οι άνθρωποι, νά σκάβεις ένα λάκκο μέ τό πόδι σου, νά πέφτουν όλα μέσα καί νά τον σκεπάζεις. Άντε στο καλό, παιδί μου.
Έτσι κι έγινε. Εξομολόγησε εκείνο τό δεκαπεντάρι ό πατήρ Ιερόθεος διακόσιους, τριακόσιους, πεντακόσιους άνθρώπους καί δεν θυμόταν τίποτα άπ’ όσα τού έλεγαν. Αλλά, καί στήν συνέχεια, δεν τον πείραζε ό Λογισμός καθόλου, ό,τι κι αν άκουγε στην εξομολόγηση. Πνευματικώ τώ τρόπω, με την χάρη τού Αγίου Πνεύματος, τα είχε αναλάβει όλα ό πατήρ Εύμένιος με την πνευματική του πατρότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΔΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΜΠΟΥΣΙΑ.Ο ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ. Π ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!