Σοφία Σαμαρᾶ – Ασκητές μέσα στον κόσμο. Θα έρ­θει και­ρός που οι Χρι­στια­νοί θα δυσκολεύονται να βρουν άν­θρω­πο πνευματικό να α­να­παυ­θούν.

Η Σο­φί­α Σα­μα­ρᾶ τοῦ Σταύ­ρου καί τῆς Ἀ­θη­νᾶς γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἦρ­θαν στήν Χα­ραυ­γή Κο­ζά­νης καί τό ἔ­τος 1938 κα­τέ­βη­καν στήν Βέ­ροι­α. Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α καί μο­να­δι­κή πού ἔ­ζη­σε ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού γέν­νη­σε ἡ μη­τέ­ρα της.

Τήν χα­ρι­τω­μέ­νη για­γιά Σο­φί­α τήν ἐ­πι­σκέ­πτο­νταν πολ­λοί ἀ­πό ὅ­λη τήν Ἑλ­λά­δα. Ἡ ἀ­ρε­τή καί ἡ χά­ρη πού εἶ­χε τρα­βοῦ­σε ψυ­χές κοντά της γι­ά νά ἀ­κού­σουν τά φω­τι­σμέ­να λό­για της καί νά ζη­τή­σουν τίς προ­σευ­χές της. Ὄ­χι μό­νο λα­ϊ­κοί ἀλ­λά καί γνω­στοί ἱ­ε­ρεῖς τῆς Βέ­ροι­ας, ὅ­πως ὁ π. Γρη­γό­ριος Σο­φός, ὁ π. Βα­σί­λει­ος Μπαχ­τσε­βά­νης, ὁ π. Κων­σταντῖ­νος, ὁ π. Σω­σί­πα­τρος Πι­τού­λιας καί ἕ­νας νέ­ος πού τώ­ρα μο­νά­ζει στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἡ γερόντισσα Σοφία ἦταν ἕνας θησαυρός γιά τήν Βέροια καί τήν γύρω περιοχή. Ἄγγελος καλωσύνης. Θυσίαζε τόν ἑαυτό της γιά τόν πλησίον. Ὅλη τή νύχτα προσευχόταν καί τήν ἡμέρα δεχό-ταν κόσμο. Ὅ,τι ἔκανε ἦταν γιά τήν ἀνακούφιση καί τό καλό τοῦ πλησίον. Ἡ αὐταπάρνηση ἦταν τό χαρακτηριστικό της. Πάντοτε χαμογελαστή μέ ἱλαρό πρόσωπο, ἀθόρυβη, καλωσυνάτη, ὀλιγομίλητη, ἀσκητική μέ βαθειά ἐσωτερική γνήσια ἐκκλησιαστική ὀρθόδοξη ζωή. Μέ ταπείνωση καί ἀγάπη. Μέ λαμπερό–φωτεινό πρόσωπο.

Πηγή γιατρειᾶς γιά τούς πονεμένους. Μιμητής Χριστοῦ, διάκονος ἀγάπης. Ἀφοσιωμένη στόν Κύριο καί στό θέλημα Ἐκείνου. Τό ἔργο της ἦταν ἀθόρυβο, ἡ ζωή της κρυπτή ἐν Χριστῷ. «Σᾶς παρακαλῶ, μή μιλᾶτε στόν κόσμο γιά μένα, δέν κάνω τίποτε», ἔλεγε. Ἡ ἴδια κρυβόταν πολύ καλά καί κάθε θαῦμα τό ἀπέδιδε στόν Κύριο ἤ στήν Παναγία μας ἤ στούς Ἁγίους πού τόσο πολύ τιμοῦσε. Ἀκόμα καί στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτό δέν δεχόταν εὐχαριστίες καί εὐγνωμοσύνη. Ἦταν χαριτωμένη, σάν ἥλιος ἔλαμπε τό πρόσωπό της.

Δεχόταν ὅλους, κάθε μέρα, ὅ,τι ὥρα κι ἄν ἦταν. Δέν εἶχε ὧρες γιά τήν προσωπική της ἀνάπαυση. Ὅλους τούς καλοδεχόταν χαμογελαστή μέ εἰρηνικό πρόσωπο γεμάτη ἀγάπη καί καλωσύνη. Ὁ καθένας ἔνιωθε ὅτι τόν ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα καί ξεχωριστά. Δέν ἔβλεπε ἁμαρτωλούς. Μόνο πονεμένες ψυχές πού θέλουν στήριξη καί βοήθεια νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό ἁμαρτίες, πάθη, ἀρρώστειες, προβλήματα. Δέν ἤθε- λε τίποτε γι᾿ αὐτήν, μόνο νά δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά ἀναπαυθοῦν ψυχές.

Καταλάβαινε τό πρόβλημα καί τήν διάθεση τοῦ καθενός. Πῆγε κάποτε μία νέα καί ἡ γερόντισσα δέν τήν δέχθηκε. «Πήγαινε στό καλό, παιδί μου», τῆς εἶπε. Καί ὅπως ὡμολόγησε ἡ ἴδια πῆγε μέ σκοπό νά κοροϊδέψη καί νά χλευάση ὅ,τι τῆς πῆ.

Μέ τέ­τοι­ους ἀ­γῶ­νες πού ἔ­κα­νε ἡ Σο­φί­α ἔ­λα­βε τό χά­ρι­σμα τῆς δι­ο­ρά­σε­ως καί δι­έ­κρι­νε σέ τί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση βρί­σκε­ται ὁ κα­θέ­νας.

Κά­ποι­α κυ­ρί­α ἐ­πι­σκε­πτό­ταν συ­χνά τήν Σο­φί­α καί μί­α φο­ρά ἔ­φε­ρε μα­ζί της μί­α φι­λε­νά­δα της ἀ­πό τόν Τρι­πό­τα­μο. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε γι­ά πρώ­τη φο­ρά ἡ Σο­φί­α τῆς εἶ­πε: «Ὀ­λυμ­πί­α, ἐ­σεῖς εἶ­στε κα­λοί ἄν­θρω­ποι, ἂν καί εἶ­στε κομ­μου­νι­στές».

Με­ρι­κές φο­ρές κά­ποι­ους ἐ­πι­σκέ­πτες δέν τούς ἐπέ­τρε­πε νά μποῦν στό κελ­λί της. Ὅ­ταν αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός ὁ ἄν­θρω­πος, τόν ἄ­φη­νε ἔ­ξω ἀ­πό τό κελ­λί της λέ­γοντάς του: «Δέν θέ­λω νά σέ στε­νο­χω­ρή­σω, ἀλ­λά κά­τσε ἐ­κεῖ πού εἶ­σαι, κά­νε τόν σταυ­ρό σου καί ὅ­που πᾶς, ἅ­μα πι­στεύ­ης, τό ἴδιο εἶ­ναι». Καί ὅ­ταν ἔ­φευ­γε ὁ ἄν­θρω­πος ζη­τοῦ­σε συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α καί ἔ­λε­γε: «Πα­να­γία μου, συγ­χώ­ρε­σέ με, ἀλ­λά ἔ­τσι ἔ­πρε­πε νά γί­νη». Καί ὅ­ταν τό ἴ­διο ἄ­το­μο με­τα­νο­οῦ­σε, ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το, ἄλ­λα­ζε τρό­πο ζω­ῆς καί ξα­να­ερ­χό­ταν πά­λι, τότε κα­τα­λά­βαι­νε τήν ἀλλαγή του, τόν δε­χό­ταν μέ χα­ρά, λέ­γοντάς του: «Κα­λῶς τον, τί ἔ­χεις; Ἄντε ἔ­λα νά σέ ἀ­κού­σω». Κα­θό­ταν ὑπο­μο­νε­τι­κά μέ τίς ὧ­ρες ἀλ­λά ἡ συ­ζή­τη­ση ἦ­ταν μό­νο γύ­ρω ἀ­πό πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα.

Ἔλεγε ἡ γερόντισσα Σοφία:

«Ἡ ἁμαρτία πλήθυνε πάρα πολύ. Σάν σύννεφο ἀνέβηκε καί σκέπασε τόν οὐρανό. Ὁ οὐρανός μαύρισε καί ἡ μαυρίλα κατεβαίνει ὅλο καί πρός τά κάτω. Τό κακό θά ἔρθη ἀπό τήν Βουλγαρία»

«Πο­νά­ει ἡ ψυ­χή μου. Θά ἔρ­θει και­ρός πού οἱ Χρι­στια­νοί θά δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται νά βροῦν ἄν­θρω­πο πνευ­μα­τι­κό νά ἀ­να­παυ­θοῦν. Θά δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται νά ἀ­κο­ύ­σουν λό­γο Θε­οῦ καί νά ἀ­να­παυ­θοῦν στίς Ἐκ­κλη­σί­ες. Τότε θά κλει­στοῦν καί θά προ­σε­ύ­χονται στά σπί­τια τους».

«Ὅσο περνοῦν τά χρόνια θά δυσκολεύονται οἱ ἄνθρωποι νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους. Σέ κάθε σπίτι ἕνας θά μείνη, δέν θά μποροῦν μαζί»

Απόσπασμα από το κεφάλαιο

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’»


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!