Σοφία Σαμαρά – Ασκητές μέσα στον κόσμο.

Η Σοφία Σαμαρά του Σταύρου και της Αθηνάς γεννήθηκε στην Ανατολική Θράκη. Από κει ήρθαν στην Χαραυγή Κοζάνης και το έτος 1938 κατέβηκαν στην Βέροια. Ήταν η τελευταία και η μοναδική που έζησε από τα δώδεκα παιδιά που γέννησε η μητέρας της.

Οι γονείς της ήταν πτωχοί αλλά πολύ ευλαβείς, ιδιαίτερα η μητέρα της. Αργότερα η μητέρα της έχασε το φως της και έζησε ως 110 ετών. Ήταν τυφλή αλλά έβλεπε με άλλον τρόπο ωρισμένα πράγματα. Κάποτε την επισκέφθηκε η κυρία Μεταξία Γεωργιτζίκη με τον γυιό της Θεοδωράκη και η γιαγιά Αθηνά ρώτησε: «Το παιδί σου έχει πρόβλημα το πόδι;». Πράγματι είχε πρόβλημα. Η γιαγιά Αθηνά την συμβούλεψε: «Μη στενοχωριέσαι. Ο Θεός θα του δώση υγεία και δύναμη, αλλά να μη βαρυγγωμάς για το παιδί σου, γι’ αυτό το πρόβλημα. Τελείως καλά δεν πρόκειται να γίνη ποτέ, γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού, για να μην ξεχάσετε τον Θεό και να προσεύχεσαι συνέχεια».

Αγράμματη η γιαγιά και τυφλή καθόταν έξω από την πόρτα του κελλιού της και συνεχώς έλεγε την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με την αμαρτωλή».

Την κόρη της Σοφία την πάντρεψαν και σε ηλικία 36 ετών χήρεψε με τρία παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο κοιμήθη.

Έμεινε με την μητέρα της σ’ ένα κελλάκι (δικέλλα) πολύ φτωχικό αλλά πολύ νοικοκυρεμένο. Ήταν ένα διπλό κελλί χωρισμένο όχι με πόρτα αλλά με ένα κομμάτι ύφασμα. Στο μέσα προσευχόταν και έκαιγε συνολικά δεκατέσσερα καντήλια ακοίμητα. Τα καμένα φυτίλια από τα καντήλια δεν τα πετούσε. Είχε ειδικό μέρος στον κήπο, μία φωλίτσα, τα έβαζε εκεί, τα σκέπαζε και έλεγε: «Χριστούλη μου, στα ποδαράκια σου».

Συχνά η γερόντισσα Σοφία μιλούσε για την πολλή ευλάβεια που είχε στον άγιο Νικόλαο, και πως την απέκτησε: «Όταν οραματίστηκε η γερόντισσα Χαρίκλεια τον άγιο Νικόλαο και της έδειξε σε ποιο σημείο να σκάψουν για να βρουν το αγίασμα πήγαινε πολύς κόσμος να βοηθήση με προσωπική εργασία. Πήγαινα και εγώ. Ξεκινούσα από το σπίτι με τα πόδια μέχρι την Πατρίδα (χωριό της Βέροιας) και έμενα μέχρι το απόγευμα και βοηθούσα όπως μπορούσα.

» Κάποιο πρωΐ ξεκίνησα όπως συνήθως. Πήρα μαζί μου ψωμί και ελιές. Στο μέσο της διαδρομής κάθησα κάπου για να ξαποστάσω. Τότε εμφανίστηκε ένας Γέροντας μπροστά μου και μου είπε:
– Που πηγαίνεις παιδί μου;
– Πηγαίνω, Γέροντα, στην Πατρίδα να βοηθήσω στο αγίασμα του αγίου Νικολάου.

» Με ευλόγησε ο Γέροντας και μου ζήτησε λίγο ψωμί. Του έδωσα ψωμί και ελιές και ώσπου να κλείσω το σακκουλάκι μου ο Γέροντας εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Τότε κατάλαβα πως ήταν ο άγιος Νικόλαος και από εκείνη τη στιγμή σιγά-σιγά ήρθε η καλή αλλοίωση, άρχισα να νιώθω πολύ διαφορετικά κάποια πράγματα πνευματικά. Γυρνώντας στο σπίτι φόρεσα μακρυμάνικα και τα ρούχα μου μέχρι τον αστράγαλο. Πολύ τον ευλαβούμαι και τον αγαπώ τον άγιο Νικόλαο. Να πηγαίνετε στην Πατρίδα, ο άγιος Νικόλαος είναι εκεί ολοζώντανος».

Μαρτυρία κ. Έλλης Τραπεζανλίδου: «Κάποια μέρα πήγε (η γ. Σοφία) στην Πατρίδα και είδε μία γυναίκα, την Χαρίκλεια να σκάβη μέσα στις λάσπες και να δουλεύη σκληρά. Την ρώτησε τι κάνει και απήντησε ότι ο Θεός την εφανέρωσε ότι σε κείνο το μέρος θα βρεθούν εικόνες και αγίασμα και θα κτιστή Εκκλησία του αγίου Νικολάου. Τότε η Σοφία σκέφτηκε ότι δεν πρέπει εύκολα να πιστεύουμε ανθρώπους που χρησιμοποιούν το όνομα του Χριστού για να μην πλανηθούμε. Έκανε προσευχή και είπε: «Θεέ μου, δείξε μου σε παρακαλώ, αν πρέπη να βοηθήσω αυτήν την γυναίκα στο έργο που ανέλαβε». Αμέσως είδε μπροστά της ένα λόφο που πάνω ήταν ο Χριστός. Έκανε το σταυρό της για να δη αν είναι εκ του πονηρού και ο Χριστός της απάντησε: «Καλά έκανες, παιδί μου, που έκανες τον σταυρό σου» και της έβαλε μέσα στο χέρι της μία χούφτα θυμίαμα. Από εκείνη τη στιγμή ενώ ήταν αγράμματη άρχισε να διαβάζη και να γράφη με τη Χάρη του Θεού. Απεκάλυψε η ίδια με ταπείνωση: «Έμαθα να διαβάζω άνωθεν εγώ η αγράμματη σε μεγάλη ηλικία».

» Ήθελε πολύ να γίνη καλόγρια. Αλλά επειδή είχε παιδιά και την είχαν ανάγκη δεν έφυγε σε μοναστήρι. Όμως ήταν ντυμένη καλόγρια και δεν έβγαινε από το σπίτι της.

Είχε πνευματικό κάποιον ενάρετο διακριτικό γέροντα ιερέα στην Θεσσαλονίκη, τον π. Παύλο. Με την ευλογία του και τις συμβουλές του έκανε τον αγώνα της. Τηρούσε όλες τις νηστείες της Εκκλησίας και το τριήμερο. Τις νηστήσιμες ημέρες και τις Σαρακοστές τις έκανες τρώγοντας αλάδωτα. Στις καταλύσεις των εορτών έτρωγε μόνο ψάρι.

Τα μεσάνυχτα στην μία ή δύο η ώρα σηκωνόταν και προσευχόταν συνήθως γονατιστή. Έκανε πολλές μετάνοιες και η προσευχή της συνοδευόταν από δάκρυα. Προσευχόταν πρώτα για όλο τον κόσμο και μετά για την οικογένειά της. Έλεγε: «Πρώτα να παρακαλάς για τον κόσμο και μετά για σένα για να σ’ ελεήση ο Θεός». Κατά την προσευχή προσηλωνόταν τόσο, σαν να έφευγε ο νους της από την γη (ηρπάζετο). Αν περνούσες εκείνη την ώρα από δίπλα και την σκουντούσες, δεν το καταλάβαινε.

Το κομποσχοίνι της το είχε πάντα στο χέρι της και η ευχή δούλευε μέσα της. Ήξερε πολλούς ψαλμούς και τροπάρια απ’ έξω. Έψελνε τα τροπάρια πολλών Αγίων. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον άγιο Νικόλαο, τον είχε για προστάτη της και το απολυτίκιο του το έψελνε πολλές φορές την ημέρα.

Κάποια γνωστή της αναφέρει: «Όταν ερχόταν η ώρα του Εσπερινού μου έλεγε: “Παναγιώτα, παιδί μου, πήγαινε σε παρακαλώ είναι η ώρα για την προσευχή μου” και με γέμιζε με ευχές. Άλλοτε με κρατούσε και κάναμε μαζί Εσπερινό. Έλεγε: “Έλα, παιδάκι μου, να ετοιμασθούμε για τον Εσπερινό”. Έσκυβα το κεφάλι και ευχόμουν να μην τελειώση ποτέ. Τέτοια αγαλλίαση και ιλαρότητα είχε το κελλί της γιαγιάς. Άφηνε και μένα να λέω κάποια τροπάρια. Έτρεμε η φωνή μου, έχανα τα λόγια μου και αυτή ενθάρρυνε: “Έτσι, παιδί μου, ωραία, έτσι, προσπάθησε”».

Διηγήθηκε η γερόντισσα Σοφία σε κάποια ψυχή: «Παιδί μου, θα σου πω κάτι προσωπικό για να σε βοηθήσω. Έκανα προσευχή για την Βίκυ, την κόρη μου και ο καλός Θεός μου έδειξε σημάδι. Έγραψε με χρυσά γράμματα στο σεντούκι που είχα τα προικιά της το όνομα Λευτέρης. Και πράγματι τρεις μέρες ήταν τα γράμματα χαραγμένα και φαίνονταν, μετά χάθηκαν σιγά-σιγά. Και τον σύζυγο της κόρης μου τον λένε Λευτέρη, είναι καλό παιδί».

Διηγήθηκε: «Όταν ο γυιός μου Κώστας απολύθηκε από φαντάρος δεν πολυπίστευε. Εγώ προσπαθούσα να του πω κάποια πράγματα για την θρησκεία μας και ενώ ήμουν στην κουζίνα τηγανίζοντας ψάρια, μου λέει:

– Μάννα, αν βάλης το χέρι σου στο τηγάνι τώρα που τηγανίζεις και δεν καής, τότε θα πιστέψω όλα αυτά που λες πως είναι αλήθεια.

»Αμέσως είπα στο Όνομα της Αγίας Τριάδος και έβαλα το χέρι μου μέσα στο τηγάνι. Τότε ο Κώστας μου λέει:

– Μάννα, βρεγμένο χέρι έβαλες και πας να με κοροϊδέψης.
– Όχι, παιδί μου, του λέω. Κοίτα. Και αμέσως σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα αμέσως στο τηγάνι πάλι.

»Έπεσε στα γόνατα το παιδί μου και έκλαιγε.

-Μάννα, συγγνώμη, συγχώρεσέ με, πιστεύω. Πιστεύω όλα όσα μου λες πως είναι αλήθεια, και από τότε το παιδί μου άλλαξε πολύ.

Ο γυιός της, ο Σταύρος, είχε πεθάνει και μια νύχτα τον είδε στον ύπνο της. Της είπε: «Μάννα, δεν μπορώ να περάσω την μεγάλη πόρτα γιατί μια αμαρτία μου δεν εξομολογήθηκα. Βοήθα με. Τότε αυτή έκανε με δάκρυα προσευχές. Έπειτα από πολλές μέρες ξαναείδε το γυιό της που την ευχαρίστησε και της είπε: «Τώρα μπόρεσα να περάσω την πόρτα, γι’ αυτό πάντα να συμβουλεύης τον κόσμο να εξομολογήται και να μεταλαμβάνη, καθώς επίσης και να προσεύχεται για τους κεκοιμημένους».

Ρώτησε η κ. Δήμητρα την γερόντισσα Σοφία, αν δέχεται πάντοτε κόσμο, όλες τις ημέρες ότι ώρα και αν είναι και πότε ξεκουράζεται, γιατί ήξερε ότι την νύχτα είναι άγρυπνη και προσεύχεται. Απάντησε: «Δεν μπορώ να κλείσω την πόρτα για την δική μου ανάπαυση. Αυτός που έρχεται μέχρι εδώ κάποιο πρόβλημα θα έχη. Μόνο μια μέρα του χρόνου θέλω να είμαι μόνη μου για να προσεύχωμαι και να συνομιλώ με τον Σταύρο, το παιδί μου, που εκοιμήθη το 1967 και να τιμώ την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, 14 Σεπτεμβρίου».

Μια τέτοια ημέρα την επισκέφτηκε η κ. Δέσποινα Κελεσίδου από την Νέα Νικομήδεια μαζί με την γνωστή της γερόντισσας Σοφίας, την Παναγιώτα. Η γερόντισσα άνοιξε μετά από πολλή ώρα. Ήταν ολιγομίλητη. Φαινόταν λυπημένη πολύ. Δεν την είχαν δη ποτέ άλλοτε έτσι. Σταύρωσε το παιδί και είπε στην μητέρα του: «Τίποτε δεν έχει το παιδί από πρόβλημα υγείας. Γεννήθηκε πολύ αδύνατο, γι’ αυτό θέλει πολλή περιποίηση και καλό φαγητό». και πράγματι ενώ οι γιατροί την ανησυχούσαν με τις προβλέψεις τους, το παιδί μεγάλωσε φυσιολογικά και έγινε ψηλό και δυνατό.

Είχε έναν Σταυρό με τον οποίο σταύρωνε τους ανθρώπους. Τον έβαζε στο μέτωπό τους και τον άφηνε. Ο Σταυρός στεκόταν σαν κολλημένος και όταν έσκυβαν το κεφάλι τους δεν έπεφτε. Αυτό το έκανε σχεδόν σε όλους τους επισκέπτες της.

Η Σοφία είχε σχέσεις πνευματικές με άλλες ενάρετες γερόντισσες. Την επισκεπτόταν η Τατιανή Σαββίδου, συζητούσαν και προσεύχονταν από κοινού. Με άλλες δύο ευλαβείς γυναίκες, την κυρά-Χαρίκλεια από το Τουρκοχώρι και την Ελένη από το Ζερβοχώρι, πήγαιναν σ’ ένα ήσυχο μέρος, γονάτιζαν και προσεύχονταν για πολλή ώρα. Η Σοφία σήκωνε τα χέρια της και από τον ουρανό κατέβαινε ένα φως πάνω της που έμοιαζε με φωτεινές γαλάζιες χάντρες.

Μια μέρα στην δικέλλα της, αφού είχε προσευχηθεί αρκετά, κάθησε να ξεκουραστή στο ντιβανάκι της. Την επισκέφθηκε γνωστή της και είδε το πρόσωπό της ασυνήθιστα αλλοιωμένο, γιατί προηγουμένως είχε δει Αγγέλους. Και όπως μιλούσε και είχε πλησιάσει το κεφάλι της προς την γνωστή της κυρία, εκείνη αισθάνθηκε να εξέρχεται ευωδία από το κεφάλι της Σοφίας, σαν αυτή που αισθανόμαστε όταν προσκυνούμε άγια Λείψανα. Όπως όμως μιλούσαν ήρθε ένας άνεμος από το ανοιχτό παράθυρο και αισθάνθηκαν μια δαιμονική ενέργεια που έρριξε κάτω τα σκεύη της μαγειρικής από τον μπάγκο. Τότε η Σοφία πήρε το μπαστουνάκι της, χτύπησε μία πάνω στο μάρμαρο και είπε: «Καταραμένε, φύγε από δω. Ενοχλήθηκες;».

Κάποτε ενώ μιλούσε με την κ. Δήμητρα της είπε: «Αν ήξερες, αδελφή Δήμητρα, ποιος κάθεται δίπλα σου!», και έλαμπε το πρόσωπό της με φως παράξενο πιο δυνατό από το φως της ημέρας.

Μία φορά έκοψε από τον κήπο της ένα κρίνο και τον έβαλε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Πέρασε ένας χρόνος και ξανά πάλι την άλλη χρονιά άνθισε ο κρίνος. Αυτό συνεχίστηκε να γίνεται από το έτος 1963 μέχρι το 1967. Το είδαν πολλοί και έλεγαν: «Πάμε να δούμε το κρινάκι της γιαγιάς Σοφίας που άνθισε». Κάθε χρόνο άνθιζε ο ξερός κρίνος την άνοιξη και μετά μαραινόταν.

«Κάποτε», διηγείται η Παναγιώτα από τη Νέα Νικομήδεια, βρήκαμε τη γιαγιά Σοφία με αν τσαπάκι να φροντίζη τον κήπο της. Μας είπε: «Προσπαθώ να έχω λουλούδια για να προσφέρω στην Παναγία και στους Αγίους, γι’ αυτό θέλω τον ανθόκηπο».

»Μετά μας πήρε μέσα και μας έδειξε το κρινάκι, το ξερό κλαδί που πήρε ν’ ανθίζη. “Είχα και εγώ στην αυλή τέτοιους κρίνους αλλά χάθηκαν οι βολβοί. Λυπήθηκα πολύ και παρακαλούσα την Παναγία πώς να ξαναβρώ από τα ίδια λουλούδια-κρίνα για να μπορώ να προσφέρω στην Παναγία. Και τώρα δείτε!”.

» Το ξερό κλαδί ήταν ακουμπισμένο πίσω στην εικόνα της Παναγίας κάτω ήταν γεμάτο βολβούς και πάνω μπουμπούκια. “Απ’ αυτούς τους βολβούς θα φυτέψω στην αυλή να έχω κρίνα για την Παναγία”. Όταν ξαναπήγαμε μετά από λίγο καιρό το ξερό μπουμπουκιασμένο κλαδί ήταν ανθισμένο”».

Η προσευχή της ήταν δυνατή και βοηθούσε πολλούς. Ιδιαιτέρως βοηθούσε άτεκνα ανδρόγυνα να αποκτήσουν παιδιά. Πρώτα απ’ όλα ζητούσε πίστη. «Αν δεν πιστεύης, θα είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσης παιδί», έλεγε. Έπειτα σταύρωνε την γυναίκα με το ξύλινο Σταυρό, στον οποίο είχε τυλιγμένο ένα λεπτό κομποσχοινάκι, τους έβαζε να προσκυνήσουν και μετά έκαναν προσευχή.

Κάποια από την Βέροια υποσχέθηκε στην Σοφία πως αν αποκτήση παιδί, θα το δώση να το βαπτίση αυτή (η Σοφία). Μετά από δέκα χρόνια απέκτησε κοριτσάκι και σκέφθηκε να βάλη δύο νονές, την Σοφία και την αδελφή της. Η Σοφία είπε: «Δεν γίνεται να το βαπτίσουν δυό. Άντε πηγαίνετε στην ευχή της Παναγίας, γερό να είναι το παιδί και ας το βαπτίση όποιος θέλει». Το μωρό όμως, παραμονές της βαπτίσεως αρρώστησε. Οι γονείς φοβήθηκαν, ένιωσαν ενοχή και το πήγαν στην Σοφία. Αυτή τους περίμενε· το σταύρωσε, τους ευχήθηκε, το μωρό συνήλθε και μετά το βάπτισαν.

Είχε σε μεγάλη ευλάβεια τον Τίμιο Σταυρό και πίστευε στη δύναμή του, γιατί έβλεπε να γίνωνται θεραπείες με τον ξύλινο Σταυρό που είχε. Αλλά και οι φλόγες από τα καντηλάκια της γερόντισσας Σοφίας σχημάτιζαν φωτεινό σταυρό. Το είδαν πολλοί αυτό το θαυμαστό φαινόμενο.

Την χαριτωμένη γιαγιά Σοφία την επισκέπτονταν πολλοί από όλη την Ελλάδα. Η αρετή και η χάρη που είχε τραβούσε ψυχές κοντά της για να ακούσουν τα φωτισμένα λόγια της και να ζητήσουν τις προσευχές της. Όχι μόνο λαϊκοί αλλά και γνωστοί ιερείς της Βέροιας, όπως ο π. Γρηγόριος Σοφός, ο π. Βασίλειος Μπαχτσεβάνης, ο π. Κωνσταντίνος, ο π. Σωσίπατρος Πιτούλιας και ένας νέος που τώρα μονάζει στο Άγιον Όρος.

Ἡ Σοφία Σαμαρᾶ μέ τήν μητέρα της Ἀθηνᾶ.

Η γερόντισσα Σοφία ήταν ένας θησαυρός για την Βέροια και την γύρω περιοχή. Άγγελος καλωσύνης. Θυσίαζε τον εαυτό της για τον πλησίον. Όλη τη νύχτα προσευχόταν και την ημέρα δεχόταν κόσμο. Ότι έκανε ήταν για την ανακούφιση και το καλό του πλησίον. Η αυταπάρνηση ήταν το χαρακτηριστικό της. Πάντοτε χαμογελαστή με ιλαρό πρόσωπο, αθόρυβη, καλωσυνάτη, ολιγομίλητη, ασκητική με βαθειά εσωτερική γνήσια εκκλησιαστική ορθόδοξη ζωή. Με ταπείνωση και αγάπη. Με λαμπερό-φωτεινό πρόσωπο. Πηγή γιατρειάς για τους πονεμένους. Μιμητής του Χριστού, διάκονος αγάπης. Αφοσιωμένη στον Κύριο και στο θέλημα Εκείνου. Το έργο της ήταν αθόρυβο, η ζωή της κρυπτή εν’ Χριστώ. «Σας παρακαλώ, μη μιλάτε στον κόσμο για μένα, δεν κάνω τίποτε», έλεγε. Η ίδια κρυβόταν πολύ καλά και κάθε θαύμα το απέδιδε στον Κύριο ή στην Παναγία μας ή στους Αγίους που τόσο πολύ τιμούσε. Ακόμη και στην πίστη των ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν δεχόταν ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη. Ήταν χαριτωμένη, σαν ήλιος έλαμπε το πρόσωπό της.

Δεχόταν όλους, κάθε μέρα, ότι ώρα κι αν ήταν. Δεν είχε ώρες για την προσωπική της ανάπαυση. Όλους του καλοδεχόταν χαμογελαστή με ειρηνικό πρόσωπο γεμάτη αγάπη και καλωσύνη. Ο καθένας ένιωθε ότι τον αγαπά ιδιαίτερα και ξεχωριστά. Δεν έβλεπε αμαρτωλούς. Μόνο πονεμένες ψυχές που θέλουν στήριξη και βοήθεια να απαλλαγούν από αμαρτίες, πάθη, αρρώστιες, προβλήματα. Δεν ήθελε τίποτε γι’ αυτήν, μόνο να δοξασθή το όνομα του Κυρίου και να αναπαυθούν ψυχές.

Καταλάβαινε το πρόβλημα και την διάθεση του καθενός. Πήγε κάποτε μία νέα και η γερόντισσα δεν την δέχθηκε. «Πήγαινε στο καλό, παιδί μου», της είπε. Και όπως ομωλόγησε η ίδια πήγε με σκοπό να κοροϊδέψη και να χλευάση ότι της πη.

Με τέτοιους αγώνες που έκανε η Σοφία έλαβε το χάρισμα της διοράσεως και διέκρινε σε τι πνευματική κατάσταση βρίσκεται ο καθένας.

Κάποια κυρία επισκεπτόταν συχνά την Σοφία και μία φορά έφερε μαζί της μία φιλενάδα της από τον Τριπόταμο. Όταν την είδε για πρώτη φορά η Σοφία της είπε: «Ολυμπία, εσείς είστε καλοί άνθρωποι, αν και είστε κουμμουνιστές».

Μερικές φορές κάποιους επισκέπτες δεν τους επέτρεπε να μπουν στο κελλί της. Όταν αισθανόταν ότι δεν είναι καθαρός ο άνθρωπος, τον άφηνε έξω από το κελλί της λέγοντάς του: «Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω, αλλά κάτσε εκεί που είσαι, κάνε τον σταυρό σου και όπου πας, άμα πιστεύης, το ίδιο είναι». Και όταν έφυγε ο άνθρωπος ζητούσε συγχώρηση από την Παναγία και έλεγε: «Παναγία μου, συγχώρεσέ με, αλλά έτσι έπρεπε να γίνη». Και όταν το ίδιο άτομο μετανοούσε, εξωμολογείτο, άλλαζε τρόπο ζωής και ξαναερχόταν πάλι, τότε καταλάβαινε την αλλαγή του, τον δεχόταν με χαρά, λέγοντάς του: «Καλώς τον, τι έχεις; Άντε έλα να σε ακούσω». Καθόταν υπομονετικά με τις ώρες αλλά η συζήτηση ήταν μόνο γύρω από πνευματικά θέματα.

Έλεγε η γερόντισσα Σοφία: «Η αμαρτία πλήθυνε πολύ. Σαν σύννεφο ανέβηκε και σκέπασε τον ουρανό. Ο ουρανός μαύρισε και η μαυρίλα κατεβαίνει όλο και προς τα κάτω. Το κακό θα έρθη από την Βουλγαρία».

«Στην Αθήνα τόσες χιλιάδες κόσμος στην Εκκλησία δεν πηγαίνουν, τρέχουν στα γήπεδα. Αλλά βλέπω ότι ο Θεός θα δώση ένα χαστούκι για να συνετισθούν. Τα αθώα θα φύγουν, τα αθώα θα την πληρώσουν», και άρχισε να κλαίη. Πράγματι στις 8-2-1981 στο στάδιο Καραϊσκάκη στην θύρα 7 σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα σκοτώθηκαν 21 άτομα και ήταν εκατοντάδες τραυματίες.

«Βλέπω ότι δεν πάει άλλο. Δεν μετανοούν οι γονείς. Πλήθυνε η αμαρτία η σαρκική, μακροθυμεί ο Κύριος και περιμένει, περιμένει. Λυπάμαι, ο Θεός θα θερίσει τα παιδιά. Άλλοι φταίνε, άλλοι θα πληρώσουν. Τα αθώα παιδιά θα φύγουν». Μετά που έγινε το ατύχημα στα Τέμπη είπε συγγενικό πρόσωπο των σκοτωθέντων παιδιών: «Τα θέρισε τα παιδιά μας», και τότε κατάλαβαν όσοι είχαν ακούσει που αναφερόταν η προφητεία της γερόντισσας Σοφίας.

«Πονάει η ψυχή μου. Θα έρθει ο καιρός που οι Χριστιανοί θα δυσκολεύονται να βρουν άνθρωπο πνευματικό να αναπαυθούν. Θα δυσκολεύονται να ακούσουν λόγο Θεού και να αναπαυθούν στις Εκκλησίες. Τότε θα κλειστούν και θα προσεύχονται στα σπίτια τους».

«Όσο περνούν τα χρόνια θα δυσκολεύονται οι άνθρωποι να συνεννοούνται μεταξύ τους. Σε κάθε σπίτι ένας θα μείνη, δεν θα μπορούν μαζί».

Κάποτε η κ. Δήμητρα από την Νέα Νικομήδεια αντιμετώπιζε ένα μεγάλο πειρασμό. Μη μπορώντας να τον αντέξη ξεκίνησε να πάει στην γερόντισσα Σοφία για να παρηγορηθή. Φθάνοντας στο Βήμα του Αποστόλου Παύλου ανέβηκε και κάθησε λίγη ώρα εκεί και προσευχήθηκε για να μην πάη θλιμμένη στην γιαγιά και την στενοχωρήσει. Φθάνοντας στο σπίτι της γερόντισσας Σοφίας είδε την κόρη της Βίκυ να την περιμένη κρατώντας τον δίσκο με δυό ποτήρια νερό και δυό καφέδες. Την υποδέχθηκε λέγοντας: «Έλα κυρά-Δήμητρα σε περιμένουμε. Εδώ και λίγη ώρα μου είπε η μάννα μου: “Σήκω, Βίκυ, κάνε δυό καφέδες για μένα και την αδελφή Δήμητρα που έρχεται”. Ακούγοντας αυτά η κ. Δήμητρα ένιωσε ανακούφιση από το βάρος του πειρασμού που πίεζε την ψυχή της. Πίστευε ότι η γερόντισσα Σοφία με την χάρη που είχε από τον Κύριο είδε τον πειρασμό της και για να την δυναμώση πνευματικά και να την βοηθήση άφησε να φανή το προορατικό χάρισμα που είχε και πάντοτε με πολλή ταπείνωση και επιμέλεια έκρυβε.

Συμβούλευε: «Όταν κάνης το σημείο του Σταυρού, τα τρία δάχτυλα να είναι ενωμένα καλά, σφιχτά σαν ένα να φαίνωνται, αργά και σωστά να κάνης τον Σταυρό σου, όχι βιαστικά και επιπόλαια».

«Να λέτε 40 φορές το “Κύριε ελέησον” κρυφά ακόμα και όταν είστε με παρέα δίχως να σας καταλάβουν και όταν περπατάτε στον δρόμο ή ταξιδεύετε με αυτοκίνητο. Το “Κύριε ελέησον” είναι μια ολοκληρωμένη προσευχή. Μια φορά την ημέρα να λέτε την ευχή του αγίου Μαρδαρίου «Δέσποτα Θεέ…». Να λέτε τους χαιρετισμούς στην Παναγία μας. Να κάνετε την Παράκληση ταπεινά και ότι ζητάτε θα το εκπληρώσει η Παναγία μας, μόνο να έχουμε υπομονή. Γνωρίζει Εκείνη καλύτερα από μας».

«Όταν έχετε κάποιο πρόβλημα, όταν βρίσκεσθε σε ανάγκη και δεν έχετε αγιασμό, να σταυρώνετε τις παλάμες σας, όπως όταν παίρνομε αντίδωρο, να τις γεμίζετε με νερό βρύσης και να λέτε: “Εις το όνομα της Αγίας Τριάδος” και να πλένετε το πρόσωπό σας προς τα πάνω, προς το μέτωπο και θα ανακουφίζεστε, θα βοηθιέστε».


Κάποια μέρα που μιλούσε με τον γυιό της λέγει σοβαρά η γιαγιά Σοφία: «Ε, παιδί μου, εγώ θα φύγω. Τώρα δεν μπορείς να με κλείσης τον δρόμο. Αρχάς της εβδομάδος φεύγω». Εκείνος δεν κατάλαβε και ρώτησε που θα πάει. Του εξήγησε πάλι: «Τώρα τον δρόμο μου δεν μπορείς να μου τον κλείσης, όπως τον έκλεισες τότε και μου έδωσες τρία χρόνια παράταση». Τότε είχε αρρωστήσει από ειλεό. Ο γυιός της την πήγε στο Νοσοκομείο, την έκαναν εγχείρηση και έζησε άλλα τρία χρόνια. Διηγείται ο γυιός της «Την ημέρα που εκοιμήθη εγώ εργαζόμουν στην οικοδομή και η αδελφή μου πήγε να την δη. Μου τηλεφώνησε και μένα και πήγα γρήγορα. Μόλις με είδε, κούνησε το κεφάλι της και είπε: “Φεύγω”, και τέλειωσε».

Εκοιμήθη παραμονής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 13 Σεπτεμβρίου 1983. Ακόμα και μετά την κοίμησή της συνεχίζουν οι άνθρωποι να πηγαίνουν στο κελλάκι της, την δικέλλα, να προσεύχωνται και να ζητούν την ευχή της για τα προβλήματά τους.

Αιωνία η μνήμη της γερόντισσας Σοφίας. Αμήν.

Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Α΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»

Πηγή: agiosgeorgioskorydallou.gr


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!