Οι δικοί μας πρόσφυγες.

«Ρε τι τραβήξαμε «
Έτσι ξεκινούσε τις διηγήσεις του ο Μικρασιατικής καταγωγής παππούς στο τσαγκαράδικο σε μια γειτονιά της Αθήνας.

Ξεκινούσε από την ζωή στις Χαμένες Πατρίδες με τους Τσέτες που έσφαζαν τους Έλληνες χωρίς έλεος και κατέληγε στο λιμάνι του Πειραιά που έφθασε με ένα μπόγο με τα υπάρχοντά του στην πλάτη.

Τους έβαζαν προσωρινά σε γήπεδα σε θέατρα σε αυλές εκκλησιών σε παράγκες του στρατού σε σκηνές σε παλιά σπίτια.

Οι συνθήκες άθλιες στους πρόχειρους καταυλισμούς ούτε φως ούτε νερό ούτε αποχέτευση.

Εκεί έκανε μια παύση και έλεγε

«Τι να σου κάνει και η Ελλάδα όμως»

Αρρώστιες τα νοσοκομεία αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν τύφος ελονοσία φυματίωση ευλογιά

Εκείνος έμεινε σε θεωρείο θεάτρου της Αθήνας για αρκετές ημέρες

Ένα σεντόνι μπερντέ από την μια και ένα από την άλλη για να ξεχωρίζουν οι οικογένειες και ουρά στην τουαλέτα του θεάτρου και όποιος δεν άντεχε έβγαινε έξω στον δρόμο

«Εκεί γελούσε»

Οι ντόπιοι μισούσαν τους πρόσφυγες
Τουρκόσπορους τους έλεγαν
Περνούσαν δύσκολα προστέθηκε κι άλλος πληθυσμός
Η ανεργία στα ύψη
Εκμετάλλευση

Τον πρώτο καιρό πήγε κάλφας βοηθός σε τσαγκαράδικο στου Ψυρρή

Από το ξημέρωμα και έφευγε αργά το βράδυ

Στο πόσα έπαιρνες απαντούσε γελώντας

«Ότι μου έδιναν τα έβαζα στην τσέπη και έλεγα ευχαριστώ»

Έμεινε εκεί μέχρι που έφτιαξε το δικό του τσαγκάρικο στην γειτονιά

Ένα παραγκάκι μικρό μπροστά από την παράγκα της οικογένειας.

Με τα χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έγιναν περισσότερο από αποδεκτοί από την Ελληνική κοινωνία.


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!