Συνάντησα κάποτε έναν παππού τόσο φτωχό που του έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ο γιος του που ζούσε στο εξωτερικό τον είχε ξεχάσει.
Ο παππούς είχε φωτεινό πρόσωπο και γελούσε καλόκαρδα, ενώ το σπιτάκι του ήταν ένα ημιυπόγειο κάτω από την σκάλα μιας πολυκατοικίας.
Ένα βράδυ μπήκα και εγώ στο σπίτι του, μια και η πόρτα ήταν συνεχώς ξεκλείδωτη.
Ο παππούς δεν άκουγε καλά και έτσι δεν με κατάλαβε. Τον είδα στο ημίφως σκεπασμένο με κάτι παλιές κουβέρτες στο ντιβάνι που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι.
Δόξα τω Θεώ έλεγε και ξανάλεγε, εγώ έχω κάπου να μείνω. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν ή ζουν στο δρόμο! Τι ευλογίες μου δίνεις Θεέ μου!
Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του!
“Μικρό γεροντικό πόλεων”
Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook! Ευχαριστούμε πολύ!
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις πηγές των δημοσιεύσεων.
Εισάγετε τα στοιχεία του λογαριασμού σας και θα σας στείλουμε ένα σύνδεσμο για να επαναφέρετε τον κωδικό πρόσβασής σας.
Your password reset link appears to be invalid or expired.
Σύνδεση
Privacy Policy
Για να χρησιμοποιήσετε την κοινωνική σύνδεση, πρέπει να συμφωνείτε με την αποθήκευση και χειρισμό των δεδομένων σας από αυτόν τον ιστότοπο. %privacy_policy%
Here you'll find all collections you've created before.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.