Τον χαιρέτισαν, πήραν την ευχή του και έμειναν για λίγο δίπλα του σιωπηλοί.
Κάποια στιγμή, ρώτησε τα ονόματά τους. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, είπε στον σύζυγο:
Ο έκπληκτος επισκέπτης μόλις που κατάφερε να ψελλίσει:
– Γιατί, Γέροντα, θα μου κοπούν τα χέρια και τα πόδια;
– Γιατί της φωνάζεις; τον ρώτησε με αυστηρό, αλλά περίεργα όμορφο τρόπο, δείχνοντας τη γυναίκα του. – Ναι, ναι, Γέροντα, πέστε τα, έκανε χαρούμενη αυτή, που κάποιος τόσο σπουδαίος πήρε το μέρος της.
– Βρέ μανούλα μου, του είπε τρυφερά, άμα είσαι σε μια βάρκα.
– Έχεις κάνει κουπί;
– Έχω κάνει.
– Με πόσα κουπιά;
– Με δύο.
– Έχεις κάνει βάρκα με ένα κουπί;
– Όχι.
– Άμα κάνεις βάρκα με ένα κουπί, πού θα πας;
– Δεν ξέρω.
– Θα γυρίζεις γύρω-γύρω, βρέ μπουμπούνα, έτσι; Έτσι είναι και με τη γυναίκα σου. Άμα τραβάς μόνο εσύ κουπί, δεν πάτε πουθενά.
Είστε μια βαρκούλα οι δύο σας, ο γάμος σας είναι μια βαρκούλα και σας έχουν ξαμολήσει μέσα στον ωκεανό.
Άμα τραβάς μόνο εσύ, δεν γίνεται. Κατάλαβες;