Κύριε, είμαι ένα βασανισμένο παιδί. Θέλεις να με ευλογήσεις; (Αληθινή ιστορία)

Καρκίνος. Παντού. Μέσα του.
27 χρονών, μόλις είχε ανοίξει τα φτερά του. Δεν πρόλαβε να πετάξει. Σάπια κι αυτά.
Έλιωνε σε ένα κρεβάτι. Είχε τους δικούς του δίπλα του, αλλά ήταν πολύ μόνος. Τα λόγια του ογκολόγου στριφογυρνούσαν στο κεφάλι του με απίστευτη ταχύτητα και ακρίβεια:

‘’Δεν ξέρω παιδί μου αν θα τα καταφέρεις. Θα το παλέψουμε, αλλά δεν σου δίνω ψεύτικες ελπίδες’’. Η μάνα του ήταν μέσα στο γραφείο όταν ο ογκολόγος ξεστόμισε τη μαύρη αλήθεια. Δεν έβγαλε άχνα. Δεν έκλαψε. Δεν κοίταξε το γιο της στα μάτια. Θα φαινόταν η θλίψη στα μάτια της. Η απόγνωση. Κι αυτό απαγορευόταν εκείνη τη στιγμή.

Τον συνόδευσε στο κρεβάτι και βγήκε στην αυλή του νοσοκομείου. Εκεί πότισε κάθε λουλούδι, κάθε φυτό, κάθε πέτρα, κάθε πλακάκι. Τα πότισε με τα δάκρυα της. Δάκρυα βουβά. Τα πιο δυνατά. Τα πιο αληθινά. Τα δάκρυα της μάνας.

Η θεραπεία προχωρούσε. Τα σχήματα χ/ο διέλυαν με γεωμετρική πρόοδο το σάπιο κορμί του νεαρού. Ο καρκίνος νικούσε κατά κράτος. Ο νεαρός, τις μοναχικές του ώρες είχε για συντροφιά δυο ακουστικά και τις αγαπημένες του νότες να τον συντροφεύουν στο νοερό ταξίδι προς την ελευθερία.

Οι επισκέψεις του διευθυντή της κλινικής, των γιατρών και των νοσηλευτριών του έδιναν κουράγιο στα λόγια. Εκείνος δεν ήταν καθόλου λιπόψυχος. Ήταν γενναίος. Έσφιγγε τα δόντια κάθε φορά που τον φλεβοκεντούσαν. Υπέμενε στωικά κάθε μαρτύριο (χ/ο, c/t, ακτινοβολίες, παυσίπονα, ναρκωτικά για τον πόνο που ήταν αβάσταχτος πλέον).
Θα πρέπει να ήταν η 8η εβδομάδα χ/ο θαρρώ όταν πήγε τρικλίζοντας από την αδυναμία στην αλλαγή και βρήκε τις νοσηλεύτριες. Τους είπε με τρεμάμενη φωνή ότι δεν επιθυμεί άλλο μαρτύριο. Ήθελε να τον αφήσουν να πεθάνει. Ναι, δεν άντεχε άλλο. Άνθρωπος είναι. Είχε όρια.

Οι νοσηλεύτριες, κρατώντας με δυσκολία τα δάκρυα τους, τον πήραν από το χέρι και τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Ήταν 3 το πρωί. Έκλεισε τα μάτια. Όταν τα άνοιξε βρέθηκε να περπατάει σε έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο μαζί με τον πατέρα του. Περπατούσαν ξυπόλητοι με δυσκολία. Τους πονούσαν οι κοφτερές πέτρες στα πόδια. Αφού περπάτησαν για 2 ώρες περίπου, φτάνουν σε ένα ύψωμα οπού στην κορυφή υπήρχε ένα ξωκλήσι. Ο νεαρός είπε στον πατέρα του να πάνε να ανάψουν ένα κερί.

Εκείνος αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να ανέβει. Το παλικάρι πήγε μόνο του.
Φτάνοντας στο ξωκλήσι, έκανε το σταυρό του και μπήκε μέσα. Τα πόδια του ήταν σχεδόν ματωμένα και πονούσαν οικτρά. Πήρε 4 κεριά (ένα για κάθε μέλος της οικογενείας του) και πλησίασε να τα ανάψει. Όταν τα άναψε διέκρινε στο βάθος, εκεί που κάθονται οι δεσποτάδες, μια φιγούρα. Πλησίασε λίγο και κοίταξε καλύτερα.

Ήταν ο Χριστός! Φορούσε έναν εκτυφλωτικό λευκό μανδύα και καθόταν με σκυμμένο κεφάλι. Ο νεαρός έμεινε στήλη άλατος. Όταν συμμάζεψε τις σκέψεις του, έσκυψε το κεφάλι του και ψέλλισε:

Κύριε, είμαι ένα βασανισμένο παιδί. Θέλεις να με ευλογήσεις;
Ο Χριστός έγνεψε στο παλικάρι να πλησιάσει. Τον σκέπασε με τον μανδύα Του. Το παλικάρι έκλεισε τα μάτια από δέος…

Όταν άνοιξε τα μάτια ήταν στο κρεβάτι του. Λουσμένος στον ιδρώτα και την αγωνία.
Ύστερα από δυο ήμερες μπήκε στο θάλαμο ο διευθυντής της κλινικής με τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες. Μερικές έκλαιγαν. Άλλες πάλι, όχι.
Εδώ έχουμε μια αίσια έκβαση” είπε με τη βραχνή φωνή του.
Το παλικάρι άκουσε αλλά έμεινε ατάραχο.
Ήξερε πριν από τον διευθυντή ότι δεν θα πεθάνει.

Όχι από καρκίνο. Όχι εκείνη τη χρόνια.
Το παλικάρι αυτό σήμερα ζει ανάμεσα μας. Εγώ το γνώρισα αυτό το παλικάρι.
Γνωρίζω ότι όλο αυτό που διαβάσατε είναι αληθινό.

Και είναι το ζωντανό παράδειγμα πως ο καρκίνος μερικές φορές νικιέται.
Και αυτό είναι πολύ κάλο νέο για μια ήμερα σαν τη σημερινή.

Του γιατρού Λάμπρου Λιάπη


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!