Η ανάδειξη της σπουδαιότητας της αργίας της Κυριακής από τον Κοσμά τον Αιτωλό

Η ανάδειξη της σπουδαιότητας της αργίας της Κυριακής από τον Κοσμά τον Αιτωλό

Ιωάννης Βελιτσιάνος

Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ – Επιστημονικό Συνεργάτη Ι.Ε.Θ.Π.

Η φυσική ανάγκη για ανάπαυση στον καθημερινό μόχθο, συνδέθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα από τα αρχαιότατα χρόνια, με το Σάββατο. Ο άνθρωπος της Παλαιάς Διαθήκης συντόνιζε τον εβδομαδιαίο χρόνο του με αυτόν του Δημιουργού. Όπως, δηλ. ο Θεός εργάστηκε έξι μέρες για να δημιουργήσει τον κόσμο και την έβδομη αναπαύθηκε1, το ίδιο έπρεπε να κάνει και ο άνθρωπος μιμούμενος το Δημιουργό του. Να ξεκουραστεί δηλ. ο ίδιος, αλλά και τα ζώα, τα χωράφια2, οι εργάτες3, η σύνολη ζωή του. Μια τέτοια ανάπαυση υπηρετούσε τον ιερό ρυθμό της ζωής και μετουσιώνονταν σε δοξολογία.

Ο αγιασμός της έβδομης μέρας έχει ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης. Το ρήμα “αγιάζω” σημαίνει στην Παλαιά Διαθήκη ότι οι χρονικές περίοδοι4, τόποι5, αντικείμενα6 ή πρόσωπα7 εξέρχονται από το χώρο του κοινού και του καθημερινού και προσάγονται σε μια ιδιαίτερη σχέση με το Θεό. Το πρόβλημα που προκύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως σημειώνει ο καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου8, αφορά “το νόημα του αγιασμού της έβδομης μέρας, εφόσον στο χώρο της θεότητας δεν είναι δυνατή η διάκριση σε κοινό και άγιο και κατά συνέπεια και η μέρα της θείας ανάπαυσης. Ο αγιασμός επομένως της έβδομης μέρας αφορά τους ανθρώπους. Σε αντίθεση με τον Θεό τα έργα των ανθρώπων είναι πάντοτε ατελή. Θεωρώντας όμως ο Θεός τον άνθρωπο όχι υπηρέτη του αλλά συνεργάτη, όταν θα καλέσει τον Ισραήλ μετά την έξοδο από την Αίγυπτο να συμμετάσχει στο έργο της σωτηρίας του κόσμου, θα τον καλέσει σε συμμετοχή και στη θεία ανάπαυση9. Τηρώντας ο Ισραήλ το Σάββατο θα θυμάται τις ευεργεσίες του Θεού για τη σωτηρία του αλλά και την αιώνια ισχύ της θείας υπόσχεσης, ότι το έργο της σωτηρίας10 θα ολοκληρωθεί11.

Ένα άλλο στοιχείο που εμπλούτιζε νοηματικά την ανάπαυση ήταν ότι αυτή συνδέθηκε με την απελευθέρωση του Ισραήλ από τη δουλεία της Αιγύπτου. Μέσα από την ανάπαυση του Σαββάτου ο άνθρωπος της Παλαιάς Διαθήκης θυμόταν τα γεγονότα, δηλ. το πέρασμα στη Γη των Πατέρων. Καθώς δε περνούσε ο καιρός, ο Ιουδαίος διαπίστωνε, μέσα από οδυνηρές ιστορικές εμπειρίες, πως η αληθινή ανάπαυση βρισκόταν στο Θεό. Όταν δηλ. ο Ισραήλ έμενε πιστός στη Διαθήκη και στο θείο θέλημα, έβρισκε κοντά στο Θεό την εσωτερική του ειρήνη και ανάπαυση. Αλλά και ο Θεός σ’ αυτό το λαό ρίζωνε και αναπαυόταν12.

Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν σύμβολα και προτυπώσεις αυτών που θ’ αποκαλύπτονταν στο Πρόσωπο του Χριστού. Πράγματι ο Ιησούς προσπαθούσε να βοηθήσει τους ακροατές Του να καταλάβουν ότι η βαθύτερη σημασία της ανάπαυσης του Σαββάτου φανερώθηκε στο Πρόσωπό Του. Γιατί όπως ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τον κόσμο και αναπαύτηκε την έβδομη ημέρα, έτσι και Αυτός, ο Υιός και Λόγος, θα κάνει το δικό Του έργο ως Σωτήρας του κόσμου και μετά θ’ αναπαυθεί. Γιατί και το έργο το δικό Του είναι μια άλλη δημιουργία και έχει τον δικό της “σαββατισμό”. Αυτή η ανάπαυση, απόλυτα υπερβατική και μυστηριακή, θα λάβει χώρα πάνω στο Σταυρό. Γι’ αυτό και στην πρωινή θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου η Εκκλησία, όντας η ίδια μια νέα δημιουργία, ψέλνει τούτο το δοξαστικό: “Την σήμερον μυστικώς ο Μέγας Μωυσής προδιετυπούτο, λέγων…και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την έβδομην. Τούτο γαρ έστι το ευλογημένον Σάββατον…αύτη έστιν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού, δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας, και εις ο ην πάλιν επανελθών δια της αναστάσεως, εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος”.

Από εδώ και εμπρός ο αγιασμός της ογδόης μέρας αρχίζει με την Κυριακή, που είναι ημέρα του Κυρίου και εβδομαδιαίος πανηγυρισμός της νίκης του13. Η εργασία, στην οποία επιδίδεται ο χριστιανός στη διάρκεια της εβδομάδας, ασκείται έτσι κάτω από την ώθηση του Χριστού λυτρωτή που εξουσιάζει το χρόνο. Αλλά εξακολουθεί να τείνει προς την όγδοη ημέρα που, πέρα από τον κύκλο των εβδομάδων, θα οδηγήσει το λαό του Θεού στη μεγάλη θεϊκή ανάπαυση που τον ερχομό της προμηνύει από τώρα η ανάπαυση της Κυριακής14.

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός με το δικό του παραστατικό τρόπο χρησιμοποιώντας την εικόνα της δημιουργίας του κόσμου στους ακροατές του, εξηγεί τη σημασία της Κυριακής:15 “Επρόσταξεν ο Πανάγαθος Θεός και έγιναν επτά ημέραι και πρώτην ημέραν την Κυριακήν έκαμεν ο Θεός και την εκράτησε δια του λόγου του και τες άλλες έξι τες εχάρισεν εμάς να εργαζόμεθα δια ταύτα τα ψεύτικα, τα μάταια, τα γήϊνα και την Κυριακήν μας να σχολάζωμεν να πηγαίνωμεν εις την Εκκλησίαν μας, να δοξάζωμεν τον Θεόν μας, να στέκωμεν με ευλάβειαν να ακούωμεν το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία της Εκκλησίας μας, τι μας παραγγέλει ο Χριστός μας να κάμωμεν”16.

Άξιο αναφοράς είναι ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός θεωρεί την εργασία ως ευλογία, γιατί παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γίνεται δημιουργός και συνδημιουργός του Θεού. Άλλωστε η εργασία είναι η πρώτη εντολή του Θεού στον άνθρωπο που έδωσε στον παράδεισο, για να εργάζεται και να τον φυλάγει17. Άρα ο Κοσμάς ήταν υπέρ της προσωπικής και υπευθύνου εργασίας του ανθρώπου που δεν ωθείται σε όρια αντικοινωνικά. Η εργασία είναι θεμέλιο της οικονομίας, ρυθμιστής της κοινωνικής πραγματικότητας, βιολογική αναγκαιότητα και ηθική αξία18. Κατά τον Κοσμά τον Αιτωλό κανείς δεν μπορεί να χαρεί τη μακαριότητα του ουρανού, εάν δεν περάσει από τον πόνο και το μόχθο της γης:19 “Δια τούτο αδελφοί μου να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε χιλιάδες φορές όσοι ζήτε και βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διατί εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένον, και, αν θέλης, δώσε κομμάτι από εκείνο το ψωμί του πτωχού, με το οποίο αγοράζεις τον παράδεισον”20.

Αρκετές φορές γίνεται λόγος στην Καινή Διαθήκη για την εργασία. Δοξάζεται από το παράδειγμα του Ιησού, εργάτη (Μκ. 6,3) και γιου εργάτη (Μκ. 13,55), και από το παράδειγμα του Παύλου, ο οποίος εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια (Πρξ. 18,3) και το θεωρεί τιμή του (Πρξ. 20,34. Α’ Κορ 4,12). O Ιησούς, όχι μόνο παρουσιάζει την αποστολική δράση ως εργασία, όπως ο θερισμός (Μτθ. 9,37. Ιω. 4,38) ή το ψάρεμα (Μτθ. 4,19), όχι μόνο είναι προσεκτικός στα επαγγέλματα αυτών που διαλέγει να τον ακολουθήσουν (Μτθ. 4,18), αλλά προϋποθέτει, με όλη του τη συμπεριφορά, ένα κόσμο που εργάζεται: το γεωργό στον αγρό του (Λκ. 9,62), τη νοικοκυρά που σκουπίζει (15,8), και το βρίσκει αφύσικο να αφήνει κανείς κρυμμένο ένα τάλαντο χωρίς να το κάνει να αποδίδει (Μτθ. 25, 14-30).

Όπως προανέφερα, ο Κοσμάς ο Αιτωλός δεν παρέλειψε να αναφερθεί με θέρμη και με πάθος στην καθιέρωση της αργίας της Κυριακής. Η ημέρα της Κυριακής κατά τον Ίδιο, είναι ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ημέρα Γεννήσεως και Ανάστασης του Κυρίου: “πρέπει και εμείς αδελφοί μου, να χαιρώμεσθεν και να ευφραινόμεσθεν πάντοτε, μα περισσότερον την Κυριακήν όπου είναι η Ανάστασις του Χριστού μας. Διατί Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, Κυριακήν έγινεν η Γέννησις και η Ανάστασις του Χριστού μας, Κυριακήν ημέραν μέλλει να αναστήση ο Κύριος όλον τον κόσμον”. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, η Κυριακή αποτελεί εικόνα της αιωνιότητας: “Διο και αρχή ούσα ημερών ουχί πρώτη παρά Μωϋσέως, αλλά μια ωνόμασται…ως της αυτής ανακυκλούμενης πολλάκις21. Και κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ο αισθητός χρόνος “ανακυκλούται εν εβδόμασιν”, ενώ η όγδοη ημέρα, που υπερβαίνει τον αισθητό χρόνο, παραπέμπει στο μέλλοντα αιώνα22. Η Κυριακή είναι το μικρό εβδομαδιαίο Πάσχα23. Η έννοια της ανακυκλήσεως του χρόνου θυμίζει βέβαια την πλατωνική θεώρησή του, αλλά και διαφέρει βασικά από αυτήν. Σε αντίθεση προς τον Πλάτωνα, οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν θεωρούν την κυκλική κίνηση του χρόνου άναρχη και ατελεύτητη. Ο χρόνος έχει αρχή, γι’ αυτό θα έχει και τέλος. Έτσι η κυκλική κίνηση του χρόνου συνυπάρχει και συνεκτείνεται μαζί με την ευθύγραμμη κίνησή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αποκάλυψη του Ιωάννη που αναφέρεται στα έσχατα το κόσμου και τη φανέρωση του Θεού, πραγματοποιείται την ημέρα της Κυριακής, που είναι ιδιαίτερα αφιερωμένη στην ευχαριστιακή λατρεία24. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης, “η Κυριακή, που ονομάζεται και “όγδοη ημέρα”, παρουσιάζεται στη ζωή της εκκλησίας ως σύμβολο του “μέλλοντος αιώνος” και προτύπωση της βασιλείας του Θεού. Κυριακή σημαίνει η ημέρα του Κυρίου, όταν θα έλθει στα έσχατα για να κρίνει τον κόσμο. Θα περιμέναμε τον όρο “ημέρα κυρίου”25. Το επίθετο κυριακός αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη και ειδικότερα στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή 11,20. Παρότι η κυριακή ημέρα μπορεί να είναι η ημέρα του χριστιανικού Πάσχα, είναι πιθανότερη η εκδοχή περί ημέρας Κυριακής, κάτι που σχετίζει τις οράσεις της Αποκάλυψης προς την ημέρα λατρείας των χριστιανών που αναφέρεται από την αλληλογραφία Πλινίου – Τραϊανού (112 μ.Χ.)”. 26

Κατά τον απόστολο Παύλο, όπως φαίνεται στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή27 πρωταρχικός όρος συμμετοχής στον “κυριακόν δείπνον” είναι η αγάπη28. Διδάσκει έτσι τη διπλή διάσταση των ιερών γευμάτων: πρόκειται στην ουσία για γεύμα “μυστηριακόν”, γιατί όποιος τρώει από τον άρτο αυτό γίνεται ένα με τον Κύριο και, μέσω αυτό δεν είναι ακόμα το οριστικό: αναγγέλλει όμως ότι ο Κύριος θα επανέλθει για το εσχατολογικό συμπόσιο.

Η αργία της Κυριακής και η σημασία για το χριστιανό απασχόλησε πολλούς πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η επίδραση των πατερικών κειμένων του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου για την Κυριακή και τη σημασία της στη διδασκαλία του Κοσμά του Αιτωλού είναι άμεση. Ο Γρηγόριος αναφέρει: “΄Ωσπερ η πρώτη κτίσις την αρχήν από Κυριακής λαμβάνει, ούτω και δευτέρα πάλιν εκ της αυτής άρχηται29. Η ημέρα της Κυριακής θεωρείται ο τύπος της αιωνιότητας που εκφράζει τη μεταχρονική κατάσταση, την αιώνια, την ανέσπερη, αδιάδοχη ημέρα, όπως γράφει ο Μέγας Βασίλειος: “και μίαν τοίνυν η αυτή και ογδόη, ης και ο ψαλμωδός εν τισιν επιγραφαίς των ψαλμών επεμνήσθη, δι’ αυτής εμφανίζουσα, την μετά τον χρόνον τούτον κατάστασιν, την άπαυστον ημέραν, την ανέσπερον, την αδιάδοχον, τον άληκτον εκείνο και αγήρω αιώνα30. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός δίνοντας έμφαση στην παιδαγωγική αξία της Κυριακής καλλιεργεί ταυτόχρονα στους χριστιανούς την εσχατολογική προσδοκία προτρέποντας να αποφύγουν τα γήϊνα πράγματα: “πρέπει και εμείς αδελφοί μου, να χαιρώμεσθεν και να ευφραινόμεσθεν πάντοτε, μα περισσότερον την Κυριακήν όπου είναι η Ανάστασις του Χριστού μας…Κυριακήν μέλλει να αναστήση ο Κύριος όλον τον κόσμον”31.

Ιδιαίτερη αναφορά για το θέμα της Κυριακής γίνεται και στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο 325 μ.Χ.. Κατά τους άγιους Πατέρες, η Κυριακή θεωρείται αναστάσιμη ημέρα32. Είναι ημέρα χαράς “επειδή τινές είσιν εν τη Κυριακή γόνυ κλίνοντες, και εν ταις της Πεντηκοστής ημέραις, υπέρ του τα πάντα εν πάσιη παροικία ομοίως παραφυλάττεσθαι εστώτας έδοξε τη αγία συνόδω τας ευχάς αποδιδόναι το Θεώ”33. Ο πιστός οιονεί, προγεύεται τα αγαθά της ζωής της “εν μέλλοντι αιώνι”, όπου και θα βλέπει τον Κύριο πρόσωπο προς πρόσωπο.

Σκοπός του Κοσμά του Αιτωλού είναι η Κυριακή ως ημέρα ανάπαυσης από τα καθημερινά έργα, να καθιερωθεί ως αργία και να γίνει ημέρα λατρείας των χριστιανών και στηλίτευε αυτούς που παραβίαζαν την αργία της Κυριακής, τονίζοντας τα εξής: “ούτε να εργαζώμεσθεν και να πραγματευώμεσθεν και να κάνωμεν λισιβερίσια την Κυριακή. Εκείνο το κέρδος όπου γίνεται την Κυριακήν είναι αφωρισμένο κατηραμένον και βάνετε φωτία και κατάρα εις τα οσπίτιά σας και όχι ευχήν και ευλογίαν34. Κατά τον Κοσμά τον Αιτωλό, η Κυριακή αποτελεί ημέρα προσευχής και περισυλλογής.

Λαμβάνοντας υπόψη και τα τυχόν προβλήματα που ανακύπτουν σε μια αγροτική ζωή σπεύδει να δώσει άμεσα λύση σ’ αυτά, λέγοντας τα εξής: “Έχετε εδώ πρόβατα; Το γάλα της Κυριακής τι το κάμνετε; Άκουσε παιδί μου, να το σμίγης όλο και να το κάνεις επτά μερίδια κράτησέ τα δια λόγου να κυβερνηθής και το άλλο μερίδιον της Κυριακής, αν θέλης, δώσε το ελεημοσύνην εις τους πτωχούς ή την εκκλησίαν ή κατά το παρόν εγώ σας συμβουλεύω να το δώσης εις το σχολείον, δια να ευλογήση ο Θεός τα πρόβατά σου35”. Ενώ για αυτούς που πωλούν εξ’ ανάγκης τρόφιμα προς βρώση την Κυριακή αναφέρει: “ και αν τύχη ανάγκη και θέλεις να πουλήσεις πράγματα φαγώσιμα την Κυριακήν εξ’ ανάγκης εκείνο το κέρδος μη το σμίγεις εις την σακκούλα σου, διατί τα μαγαρίζεις, μόνο, δώσε το ελεημοσύνην, δια να ευλογήση ο Θεός τα πράγματά σου, Ας ειπούμεν, και δια εκείνους οπού θε να δώσουν το γάλα της Κυριακής ελεημοσύνην: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς”36.

Απώτερος στόχος του Κοσμά του Αιτωλού είναι να αποτρέψει ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσει κάθε εμπορική συναλλαγή που έχει ως σκοπό το κέρδος την ημέρα της Κυριακής. Ενώ αντίστοιχα επιθυμεί να αναπτυχθεί η ελεημοσύνη μεταξύ των χριστιανών που είχαν ανάγκη και να ενισχυθεί η αλληλεγγύη και η συλλογική συνείδηση των Ελλήνων. Ο βιογράφος του Χριστοδουλίδης, μας πληροφορεί ότι σημειώθηκαν και θαύματα που επισφράγιζαν αυτό το κήρυγμα του Πατροκοσμά. Συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής: “Όσοι τον παρήκουον, ο Θεός τους επαίδευε με διάφορα παιδευτήρια. Όθεν εις τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, έως μίαν ώραν μακράν από την Άρταν, ένας πραγματευτής, επειδή τόλμησε να πραγματευτεί την Κυριακή, ευθύς εξηράνθη η χειρ του, δραμών δε προς τον Άγιον και ζητήσας συγχώρεσιν δια την αμαρτίαν του μετ’ ολίγας ημέρας ιατρεύθη…37.

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο εργατόφιλος αυτός διδάσκαλος του “εν αιχμαλωσία ευρισκόμενου Γένους” είναι ο πρώτος που κήρυξε την εβδομαδιαία ανάπαυση των εργαζομένων και ο πρώτος που κήρυξε την Κυριακή ως αργία.

Τα κηρύγματά του όμως, όπως ήταν λογικό έφεραν και αντιδράσεις. Και ενώ οι Τούρκοι δε φαίνεται να διέκειντο εχθρικά εναντίον του, κατά τα λεγόμενά του, οι Εβραίοι εξαιτίας των μεγάλων οικονομικών απωλειών που είχαν υποστεί, αλλά και γενικά των αντιεβραϊκών παραδόσεων των πατέρων της εκκλησίας που ακολουθούσε ο Κοσμάς, παραδόσεις από την εποχή του Ιησού Χριστού, τον επιβουλεύονταν. Η εμμονή του στην αργία της Κυριακής προξένησε μεγάλη ζημιά με τη μεταφορά των παζαριών από την Κυριακή στο Σάββατο, ημέρα θρησκευτικής αργίας των Εβραίων. Αυτό το γεγονός είχε ως επακόλουθο το οικονομικό εμπόριο των Εβραίων να διαταραχθεί προς όφελος των χριστιανών, να προκαλέσει την οξύτατη αντιδικία με τον Κοσμά τον Αιτωλό που έκλεισε με το μαρτυρικό του θάνατο στις 24 Αυγούστου 177938.

Το κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού προσέκρουσε τους Ενετούς και τους Φράγκους, τους οποίους ένεκα της προσπάθειας να προσμίξουν την ορθόδοξη πίστη αλλά και να προσηλυτίσουν του ορθοδόξους, διαρκώς εξοβέλιζε. Το κήρυγμά του επίσης ήταν πολύ αιχμηρό και κατά των πλουσίων με αποτέλεσμα η μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση, που παρατηρήθηκε και από ξένους ιστορικούς και περιηγητές, να αποτελεί τροχοπέδη για τα σχέδια τους39.

Η απήχηση του κηρύγματος του Κοσμά του Αιτωλού ήταν μεγάλη, καθώς ο λόγος του άγγιζε την ελληνική κοινωνία της εποχής εκείνης. Θέλει να συνδέσει τους υπόδουλους Έλληνες με τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, όπου θα γνωρίσουν περισσότερο το Θεό, θα συνδεθούν μαζί Του και θα βρουν ανακούφιση και παρηγοριά. Γι’ αυτό προτρέπει τους ιερείς να κάνουν ακολουθίες για τους χριστιανούς. Ο ίδιος στην αρχή ή στο τέλος των διαδαχών του προτρέπει τα εξής: “Να συμμαζωχθήτε εις τες οχτώ ώρες να διαβάσωμεν τον εσπερινόν μας, να ειπούμεν και μίαν παρακλήσιν, να βάλωμεν την Δέσποινά μας την Θεοτόκον μεσίτριαν να μεσιτεύση εις τον Χριστόν40 ή “Άγιοι ιερείς, μου κάνετε την χάριν να διαβάσωμεν ένα ευχέλαιον να χρισθούν οι χριστιανοί οι αδελφοί μας;”41. Οι διδαχές του και το ιεραποστολικό έργο του Κοσμά του Αιτωλού δεν έμεινε μόνο στα εκκλησιαστικά πλαίσια αλλά αγκάλιασε όλο το εύρος των γνώσεων, της παιδείας και της καθημερινότητας των ανθρώπων της εποχής και αναμφισβήτητα αποτέλεσε σημαντική παρακαταθήκη για τη διατήρηση της κοινής συνείδησης του Ρωμαίικου Ελληνισμού42.

1Γεν. 2,2.

2΄Εξ. 23, 10-11.

3΄Εξ. 23,12.

4Δ’ Βασ./Β’ Βασ.10, 20. Ιωήλ 1,14.

5Έξ. 19,23.

6Έξ. 29, 27.37.

7Έξ. 28,41.

8Μ. Κωνσταντίνου, Ρήμα Κυρίου Κραταιόν, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 98-99.

9Έξ. 20, 8-11, κ.ά.

10Δευτ. 5,12-15.

11Εβρ. 4.

12Σοφ. Σειρ. 24,4.5.12.

13Αποκ. 1,10. Παρ. 20,7. Α΄ Κορ. 16,2.

14Εβρ. 4, 1-11.

15Σ.Ν. Σάκκος, Ο Απόστολος του Σκλαβωμένου Γένους, σ. 218.

16Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Α1, σ. 129.

17Μ. Τρίτος, Κοσμάς ο Αιτωλός: ο φωτιστής του γένους, Αθήνα 2009, σ.85.

18Β. Γιούλτσης, Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 72.

19Δ. Λ. Ψαριανός, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης, Κοινωνικά και Πολιτικά, Κοζάνη 1980, σ.19.

20Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Α1, σ. 129.

21Περί του Αγ. Πνεύματος 27,66, PG 32, 189Bεξ.

22Εις επιγραφήν Ψαλμών 2,5, PG 44,504D.

23Αρχ. Γεώργιος, Θέματα Εκκλησιολογίας και Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 43.

24Αποκ. 1,10.

25Α΄ Θεσ. 5,2. Α’ Πετρ. 3,10.

26Σ. Αγουρίδης, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 94.

27Α’ Κορ. 11,20. O Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή συνάντησε αρκετά προβλήματα και ένα από αυτά ήταν και το “κυριακόν δείπνον”. Τι άραγε να σημαίνει “ουκ έστιν κυριακόν δείπνον φαγείν;” Αυτό το “ουκ έστιν” μπορεί κατά τον Σ. Αγουρίδη μπορεί να “νοηθεί κατά δύο τρόπους. Πρώτον ότι η κοινότητα από το κοινό ταμείο ετοίμαζε το δείπνο, αλλά και όσοι πήγαιναν νωρίτερα δεν περίμεναν και τους άλλους για να συμφάγουν. Όταν, λοιπόν, έρχονταν οι άλλοι δεν εύρισκαν τίποτε, ή μόνο ότι απόμεινε. Δεύτερον οι πιστοί έρχονταν με δικές τους προμήθειες. Αλλά οι ευπορότεροι δεν περίμεναν όλα τα μέλη να έρθουν, για να γίνει ίση διανομή των προσαχθέντων φαγητών από όλους. Έσπευδαν και έτρωγαν τα εκλεκτότερα που έφεραν οι ίδιοι, και όταν έρχονταν οι πολλοί, οι πτωχοί εύρισκαν πενιχρά πράγματα ή τίποτε. Από τα μέλη της εκκλησίας περίμενε κανείς να μοιραστούν ότι έχουν και να μη φέρουν στο δείπνο του Κυρίου, μέσα στην Εκκλησία, τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς του κόσμου. Αυτό το τελευταίο αποτελεί περιφρόνηση προς τη συναθροισμένη από το Θεό Εκκλησία, που αποτελείται από ελάχιστους σοφούς, πλούσιους ή ευγενείς, και πάρα πολλούς πτωχούς και κοινωνικά μηδαμινούς ανθρώπους. Η πράξη των λίγων, που προλάβαιναν να καταναλώσουν ό,τι καλύτερο έφερναν στο δείπνο, αποτελεί διάστροφη αντίληψη για το τι είναι η “εκκλησία του Θεού”, και, τελικά, περιφρονητική στάση προς το έργο του Θεού”. Βλ. Σάββα Αγουρίδη,Αποστόλου Παύλου Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 188.

28Α’ Κορ. 11, 17-33.

29Γρηγόριος ιερομόναχος, Ο εκκλησιασμός, εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν, Ιερόν Κουτλουμουσιακόν Κελλίον Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, Άγιον Όρος 1991, σ. 103.

30Μ. Βασίλειος, Περί του Αγίου Πνεύματος, Β.Ε.Π.Ε.Σ. (1975), τόμος 52, σσ. 288.

31Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Γ’ , σ. 237.

32Bλ. . ΙΕ’ Κανόνας Πέτρου Αλεξανδρείας “Την δε Κυριακήν, χαρμοσύνης ημέραν άγομεν, δια τον αναστάντα, δια τον αναστάντα εν αυτή..”

33Β. Γιαννόπουλος, Ιστορία και Θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων, Αθήνα 2011, σ.95.

34Ι.Β. Μενούνος, ό.π.

35Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Γ’ , σσ. 237-238.

36Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Γ’ , σ. 238.

37Ι.Β. Μενούνος, ό.π.

38Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Γ’ , σσ. 84-85.

39 Voyage de la Grec, avec cartes, vues et figures, Paris 1826, W.M. Leake, Travels in Northern greece, London, 1835.

40Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Β2, σ. 237.

41Ι.Β. Μενούνος, Διδαχή Β1, σ. 206.

42 Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Aθήνα 1972, σ. 173 .


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!