Γέρος άνθρωπος, ερείπιο! Αυτός είμαι εγώ…

Π. Κλεόπας Ἠλίας-Ιλίε

«Γεράσιμος ο κατά Χριστόν σαλός» *

Ο Γεράσιμος ο κατά Χριστόν σαλός ζούσε στη Ρουμανία, έξω από τη μονή Νεάμτς, σε μία μισογκρεμισμένη καλύβα της Σκήτης Βοβιντένια.

Ο Γεράσιμος έκανε διάφορα πράγματα προκειμένου να πείσει τους άλλους ότι είναι τρελός.

Μπαινόβγαινε στην καλύβα του όχι από την πόρτα, η οποία ήταν μονίμως κλειδωμένη, αλλά πάντοτε από το παράθυρο, το οποίο άφηνε συνεχώς ανοιχτό και επιπλέον του είχε βγάλει και τα τζάμια.

Το χειμώνα άναβε φωτιά μέσα στο καλυβάκι του, στο μέσον του χωμάτινου δαπέδου, ενώ το καλοκαίρι έβγαζε τα ρούχα του, για τον τσιμπούν τα κουνούπια του ελατοδάσους, τα οποία μάλιστα ήταν και τεράστια.

Τα βράδια εμένα ξάγρυπνος έξω από την καλύβα.Έμπαινε μέσα μόνο την ημέρα και πάντα από το παράθυρο για να κοιμηθεί λιγάκι και να διαβάσει το Ψαλτήριο.

Ο Γεράσιμος είχε πάντα γυμνό το κεφάλι, περπατούσε ξυπόλητος και φορούσε μόνο ένα χοντρό ζωστικό, κι αυτό γεμάτο τρύπες.

Το μεσημέρι έπαιρνε το ξύλινο κουβά του, πηδούσε από το παράθυρο και ξεκινούσε για το μοναστήρι.

Όταν πλησίαζε αρκετά, άρχισε να λέει διάφορα ακατανόητα λόγια: »στο αρχονταρίκι, στην αποθήκη, στο τυροκομείο με τα καρύδια, τα λουλούδια, τα κοκκόρια…» και διάφορες άλλες ασυναρτησίες.

Έμπαινε στο μαγειρείο με τον κουβά στο χέρι, ζητώντας να του βάλουν εκεί μέσα φαγητό για να φάει. Και ήθελε να του τα ρίχνουν στον κουβά όλα μαζί «μαμαλίγκα, ψωμί, σούπα ….ότι υπήρχε.

Μόλις λοιπόν τον έβλεπαν οι άλλοι, έλεγαν: «ήρθε ο τρελός με τον κουβά βαλτε του κάτι εκεί μέσα για να φύγει γρήγορα!»

Οι πατέρες έτρεχαν στο μάγειρα: «πήγαινε και βάλε του κάτι στον κουβά, να τελειώνουμε επιτέλους μ’αυτόν!»

Ο μάγειρας του έβαζε στο κουβαδάκι του ότι είχε και ο Γεράσιμος έφευγε μουρμουρίζοντας τις ασυναρτησίες του, ενώ οι πατέρες γελούσαν, αφού τον περνούσαν για τρελό.

Κάποια φορά επισκέφτηκαν τη Σκήτη μερικοί αρχιερείς από την Ελλάδα. Ο Γεράσιμος λοιπόν πήγε πάλι με το κουβαδάκι του στο Μοναστήρι και χωρίς να… ενοχληθεί καθόλου από την παρουσία των ξένων, τους πλησιάσε δείχνοντας τον στον κουβά του και άρχισε να λέει τα δικά του…

-Τι έχει αυτός ο μοναχός; Άρρωστος είναι; ρώτησαν οι Έλληνες.

– Ναι έχει κάποια βλάβη στο μυαλό.

-Ο καημένος, σχολίασαν εκείνοι.

Ένας από τους πατέρες της Μονής του φώναξε: «σώπα επιτέλους πάτερ, σε ακούν και οι ξένοι αρχιερείς… Ντροπή!»

Ο Γεράσιμος σταμάτησε να μιλάει και επέστρεψε στο κελλί του επαναλαμβάνοντας συνεχώς: «ορίστε, σιωπώ! Ορίστε, σιωπώ! Ορίστε, σιωπώ…»

Έζησε 90 χρόνια περίπου «ο Γεράσιμος ο… τρελός».

Όταν πέθανε τον βρήκανε πατέρας με ένα σταυρό στο χέρι και ένα κομμάτι χαρτί στο οποίο έγραφε:

«Συγχωρέστε με, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, για τα σκάνδαλα που σας προξένησα εδώ και τόσον καιρό.

Και μη σταματήσετε σας παρακαλώ, να προσεύχεστε για μένα τον αμαρτωλό, διότι δεν μπόρεσα να αρέσω στον Χριστό και να σταματήσω να σκανδαλίζω τους ανθρώπους.

Γεράσιμος ο αμαρτωλός».

Ο Γεράσιμος ο τρελός: η αληθινή ιστορία ενός διά Χριστόν σαλού, από τις αναμνήσεις του π. Κλεόπα Ηλία (ή Ιλίε), η οποία περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα»


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!