Γέρων Κλεόπας Ἡλίε: «Ὁ Παράδεισος νὰ σᾶς φάει!» (1912- 2 Δεκεμβρίου 1998)

Γεννήθηκε τὸ 1912 στὴ Σουλίτσα τοῦ νομοῦ Μποντοσάνι ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς χωρικοὺς Ἀλέξανδρο καὶ Ἄννα, τὸ ἔνατο ἀπὸ τὰ δέκα παιδιά τους.

Πέντε ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ ὕστερα ἡ μητέρα,ὅταν γέρασε, εἰσῆλθαν στὸν Μοναχισμό. Πρῶτος του πνευματικὸς ἦταν π. Παΐσιος Ὀλάρου ἀπὸ τὴ σκήτη Κοζάντσεα  Μποντοσάνι.

Τὸ 1929 ὁ κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος, μαζὶ μὲ δύο ἀπὸ τ’ ἀδέλφια του, ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν πατρική τους ἑστία, ἐπιζητώντας τὴ μοναχικὴ ἄσκηση στὸ μοναστήρι Συχαστρία.

Μετὰ ἀπὸ ἑπταετῆ δοκιμασία (1939) ὁ δόκιμος Κωνσταντίνος ἐκάρη Μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Κλεόπας.

Διακόνημά του ἡ βοσκὴ τῶν προβάτων, ὑποτακτικὸς ἑνὸς θεοπρεποῦς Μοναχοῦ τοῦ π. Γαλακτίωνος Ἡλίε, ἀσκούμενος ἔτσι στὴν ὑπακοή, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν προσευχή, τὴν ἡσυχία, τὴ σιωπὴ μέσα στὸ φυσικὸ περιβάλλον τῆς διακονίας του, ἐμβαθύνοντας ταυτόχρονα στὰ ἱερὰ λειτουργικὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ στὰ ἀσκητικὰ ἔργα τῶν Πατέρων.

Ἔτσι λαξεύτηκε πνευματικὰ ἡ αὐτοδίδακτη καὶ ἁγνὴ προσωπικότητά του, ἐνῷ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του, οἱ ὁποῖοι σὲ κάθε εὐκαιρία ἐπιζητοῦσαν τὸν λόγο καὶ τὴ συμβουλή του, ποὺ ἐμβαπτίζονταν πάντοτε στὴν ἁγιογραφικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ ἐμπειρία.

Σημειωτέον ὅτι ὑπῆρξε γλυκύτατος καὶ πειστικότατος στὶς ὁμιλίες του, ἀναπαύοντας ἔτσι  ψυχοπνευματικὰ τοὺς ἀκροατές του.

Τὸ 1942 ὁ π. Κλεόπας, ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη Μοναχός, ἀνέλαβε προσωρινὰ τὴν ἡγουμενία τῆς Συχαστρίας, ἐπειδὴ ὁ Ἡγούμενος π. Ἰωαννίκιος Μορόι, ἀσθενοῦσε, ἐνῷ τὸ 1945 ἐξελέγη Ἡγούμενος, ἀφοῦ χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος.

Κατὰ τὴν ἡγουμενία του ἀναμόρφωσε τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς, ἐπαναφέροντάς την μάλιστα στὸ κοινοβιακὸ σύστημα.

Τὸ 1949 ὁ π. Κλεόπας μετοίκησε στὸ μοναστήρι Σλάτινα, προκειμένου νὰ τονώσει τὴν πνευματικότητα καὶ τῆς περιοχῆς ἐκείνης.

Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὅλα πῆγαν κατ’ εὐχὴν καὶ ὁ Γέροντας ἀπέκτησε φήμη ἁγίου καὶ ἐλεήμονος Πνευματικοῦ στὴν εὐρύτερη περιφέρεια τῆς βόρειας Μολδαβίας, ἐνῷ ἄνθρωποι ὅλων τῶν τάξεων καὶ τῶν ἡλικιῶν προσέτρεχαν στὸ πετραχήλι του, ὥστε ν’ ἀπιθώσουν τὰ καρδιακά τους βάρη, λαμβάνοντας ἀναψυχὴ καὶ παραμυθία.

Τὸ 1953 παραιτήθηκε ἀπὸ Ἡγούμενος. Τρία χρόνια ἀργότερα (τὸ 1956) ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του, τὴ Συχαστρία, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Πατερικῶν Κειμένων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πνευματικὴ ὑποστήριξη ὅσων εἶχαν ἀνάγκη καὶ προσέφευγαν στὴν ἀγάπη του.

Ἀπὸ τὸ 1965 ἄρχισε νὰ καταγράφει τὶς σκέψεις, τὶς νουθεσίες, τὶς ἐμπειρίες του.

Ἔτσι προέκυψαν διάφορα ἔργα του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναφέρουμε τὰ σπουδαιότερα: «Διάλογος περὶ ὁραμάτων καὶ ὀνείρων», «Αἱρεσιολογία» ἢ «Περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», «Τὰ κηρύγματα τῶν ἑορτῶν», «Κηρύγματα γιὰ μοναχούς», «Κηρύγματα γιὰ ὅλες τὶς Κυριακὲς καὶ ἑορτὲς τοῦ χρόνου» καὶ «Κηρύγματα γιὰ λαϊκούς» κ.ἄ.

Τὸ 1974 ὁ π. Κλεόπας πραγματοποίησε προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴ Μονὴ Σινᾶ καὶ στὸν Ἄθω, τὸ δὲ 1977 ξανὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος (ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶχε μονάσει, ὅπως ἔλεγε), στὴ Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, Κόρινθο, Πελοπόννησο, Κέρκυρα, Ἰταλία καὶ Γιουγκοσλαβία, ἀναψύχοντας –ὅπου διάβηκε– ψυχὲς κατατρεγμένες.

Μετὰ ἀπὸ μία μακρὰ ζωὴ ὀγδόντα ἕξι συναπτῶν χρόνων ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν καταξίωση τοῦ λαοῦ ὡς πολιτῶν τ’ Οὐρανοῦ στὸ «ἀρχαῖον κάλλος», κοιμήθηκε ὁσιακὰ στὶς 2 Δεκεμβρίου 1998, ἀφήνοντας στοὺς μεταγενέστερους μνήμη ὁσίου καὶ ἁγιασμένου Γέροντα, γιὰ τὸν ὁποῖον σεμνύνεται ἡ Ρουμανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ καυχιέται ὁ Παράδεισος!

Εἶναι, ἄλλωστε, ἀξιομνημόνευτο, ὅτι ἡ συνηθέστερη εὐχὴ τοῦ π. Κλεόπα ἦταν: «Ὁ Παράδεισος νὰ σᾶς φάει»!


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!