Επιστολή του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο θεολογικό περιοδικό “Σύναξη”

«Αγαπητοί φίλοι της Σύναξης,

Σας ευχαριστώ που μου στείλατε το ερωτηματολόγιό σας θεωρώντας με χριστιανό. Είναι αλήθεια ότι παλαιότερα δεν πίστευα ότι μπορούσα να λέγομαι χριστιανός, εφόσον «πίστις άνευ έργων νεκρά εστί». Για να μην σκανδαλίζω όμως τους φίλους με τέτοιες ακρότητες, δέχτηκα να λέω ότι κινούμαι στα περίχωρα του χριστιανισμού. Το πιο σωστό θα ήταν να παραδεχτώ ότι οι χριστιανικές εμπειρίες της νεότητός μου με στηρίζουν ακόμη και σήμερα και με ανανεώνουν πνευματικά.

Αυτά σαν πρόλογος σε μια σημαντική διαπίστωση: Φαίνεται ότι είμαι από τους παλαιότερους ποιητές, που επιμένουν να βλέπουν την ποίηση σαν εξομολόγηση. Είναι κι αυτό ένα κατάλοιπο από τη θητεία μου στα κατηχητικά. Από πολύ νωρίς κατάλαβα και εφάρμοσα το ότι η εξομολόγηση μας ελαφρώνει από αυτό που μας βαραίνει και ότι αυτό ακριβώς ισχύει (ή θα έπρεπε να ισχύει)και στην ποίηση.

Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, τουλάχιστον για μένα. Πρώτα πρώτα, η σωστή εξομολόγηση προϋποθέτει τη μετάνοια και συνακόλουθα την αλλαγή του τρόπου ζωής, ενώ εγώ δυστυχώς νομίζω ότι παραμένω αμετανόητος. Και όπως λέω σε ένα ποίημά μου, «ούτε να πεθάνω θέλω, ούτε και να γιατρευτώ, θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου». Έτσι λοιπόν η εξομολόγησή μου μοιάζει με την πρόκληση. Ξέρω βέβαια το γιατί: η στέρηση εύκολα μετατρέπεται σε επιθετικότητα. Ίσως γι’ αυτό μερικοί με θεωρούν αιρετικό.

Πάντως, παρά τα αρνητικά μου στοιχεία, νομίζω ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά βγαίνω αρκετά ωφελημένος. Πρώτα-πρώτα, έχοντας εξομολογηθεί δημοσία τα πάντα, και μάλιστα από 19 χρονώ, (στην πρώτη μου ποιητική συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων, πού εξαιτίας της διώχτηκα από τη χριστιανική κίνηση), ανακουφίστηκα. Έβραζε τόσο πολύ το καζάνι μέσα μου, που αν δεν άνοιγα το καπάκι, σίγουρα δεν θα απέφευγα την έκρηξη. Κι ενώ όλοι μου έλεγαν «με τέτοια μυαλά, φουκαρά μου, θα φας το κεφάλι σου», εγώ ένιωθα ήρεμος: τα είπα όλα και γλύτωσα απ’ το βάρος την ψυχή μου, τα ξέρασα όλα και γλύτωσα τουλάχιστον το χαλασμένο μου στομάχι.

Και σε κάτι άλλο με ωφέλησε η εξομολόγησή μου: με βοήθησε να μην κρύψω τις ομοφυλικές μου τάσεις. Όσο και αν την ομοφυλοφιλία μας την παρουσίαζαν σαν πανούκλα, καταλάβαινα πως κάτι έπρεπε να κάνω για να στηρίξω τον εαυτό μου. Δεν ήταν δυνατό να παίζω το κρυφτούλι, ούτε μπορούσα να δεχτώ την αδικαιολόγητα άτεγκτη καταδίκη της εκκλησίας. Με παρηγορούσε πολύ η αγάπη του Χριστού για τους τελώνες και τις πόρνες, αλλά και η ιδέα πως όσο λιγότερο έκρυβα τη διαστροφή μου, τόσο πιο τίμια θα μπορούσα να την αντιμετωπίσω. Προπάντων, έπρεπε να παραδεχτώ το πάθος μου την άκρα ταπείνωσή μου. Νομίζω λοιπόν ότι σ’ αυτό η χριστιανική μου παιδεία και το ένστικτό μου με βοήθησαν.

Τέλος, μέσα στο ίδιο κλίμα διαμορφώθηκε και η θεματική μου. Δε χρειάστηκε να αναζητήσω θέματα: τα είχα μέσα μου, βασίζονταν στον αγώνα και στην αγωνία μου. Όχι λοιπόν ηλιοβασιλέματα και τριαντάφυλλα, ούτε εμπνεύσεις επάνω σε λύσεις δοσμένες από τη θρησκεία και την ηθική, αλλά μια ταμπέλα με μεγάλα γράμματα: Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΜΟΥ ΕΣΤΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ. Γι’ αυτό λοιπόν, όλα μου τα ποιήματα, μετά το 1952, αποτελούν μια συνεχόμενη εξομολόγηση παθών και παθημάτων, που όσο ατελής και να είναι, είναι τουλάχιστον τίμια και ντόμπρα. Και όσοι βιάζονται να σκανδαλιστούν, ας μην ξεχνούν ποιοι είναι εκείνοι που «προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού».

Με αγάπη. Θεσσαλονίκη, 16.4.99».

[Περιοδικό «Σύναξη» 70 (1999), σσ. 80-82].


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!