«Αν δεν γεννηθεί ο Χριστούλης, εγώ δεν πάω πουθενά!»

Η μικρή Μαρία από τα μικράτα της αγωνιζόταν για τη ζωή της, το νοσοκομείο ήταν πια το δεύτερο σπίτι της. Βασανιζόταν, όμως δεν είχε χάσει στιγμή το χαμόγελό της και υπέμεινε καρτερικά την επίπονη θεραπεία της.

Στο πλευρό της φύλακας άγγελος, ένας άγιος άνθρωπος, ο παπα Φώτης, που τις δύσκολες μέρες τις νοσηλείας της στο νοσοκομείο, καθόταν δίπλα της, της μάθαινε προσευχούλες και τις έλεγε ιστορίες, που πολύ της άρεσαν να τις ακούει και να κοιμάται.

Οι γονείς της το θέμα της υγείας της το αντιμετώπιζαν με υπομονή και κάθε μέρα που περνούσε δόξαζαν το Θεό που η μονάκριβή τους ήταν άλλη μια μέρα μαζί τους.

Τελείωνε ο Νοέμβριος , η Μαρία ανυπομονούσε να κάνει την τελευταία της θεραπεία για φέτος, για να χαρεί τα Χριστούγεννα με τους δικούς της. Όμως τα αποτελέσματα των τελευταίων εξετάσεων δεν ήταν τα αναμενόμενα.

Όταν ο γιατρός με ένα κόμπο στο λαιμό, προσπαθούσε να εξηγήσει στους γονείς της ότι όλα πια βρίσκονται στα χέρια του Θεού, η Μαρία άθελά της τα είχε ακούσει όλα.

Πετάχτηκε μπροστά τους και χτυπώντας με όση δύναμη της είχε απομείνει πεισματικά το πόδι της τους είπε: «Αν δεν γεννηθεί ο Χριστούλης εγώ δεν πάω πουθενά!»

Όλοι τα έχασαν με τα λόγια της, οι γονείς της βούρκωσαν και ο γιατρός προσπάθησε να της χαμογελάσει, μάταια …και ο χρόνος μετρούσε ανάποδα.

Επέστρεψαν στο σπίτι βουβοί.

Οι μέρες κυλούσαν βιαστικά και η Μαρία κάθε πρωί που άνοιγε τα μάτια της, έτρεχε στο ημερολόγιο που κρεμόταν στον τοίχο, έσβηνε την προηγούμενη μέρα με ένα μολύβι και έλεγε : «πάει κι αυτή η μέρα, τέλειωσε!»

Ένα απόγευμα σκέφτηκε να ζωγραφίσει κάρτες με ευχές για να τις δώσει την παραμονή των Χριστουγέννων σε συγγενείς και φίλους, έτσι για να την καλοθυμούνται.

Κουραζόταν πολύ εύκολα, αλλά κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι ο παπα Φώτης για να τη δει πηδούσε από τη χαρά της. Καθόντουσαν σε μια γωνιά στο σαλόνι και μιλούσαν, μιλούσαν… μόνο ο Θεός ήξερε τι έλεγαν!

Μια μέρα του είπε «παπα Φώτη πρέπει να σου πω κάτι, εγώ θα πάω στον ουρανό και θα σε κοιτώ από ψηλά, εσύ όμως να μη στεναχωρεθείς, γιατί εγώ εκεί πάνω δεν θα είμαι πια άρρωστη!»

Όλο αυτό τον καιρό τα λόγια του παπα Φώτη είχαν πιάσει τόπο στην καρδούλα της, και έτσι η 7χρονη Μαρία ήταν έτοιμη να πάρει χωρίς φόβο το δρόμο της επιστροφής, στην αγκαλιά του Θεού.

Οι μέρες κυλούσαν η Μαρία σχεδόν δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της κι όμως ζήτησε από τους γονείς της να πάνε στην εκκλησία για να κοινωνήσει και ζήτησε από την μητέρα της να μην φύγουν.

Περίμενε καρτερικά καθισμένη σε ένα στασίδι, ήθελε να μιλήσει στον παπα Φώτη. Και του μίλησε: « παπα Φώτη ήρθα να σε αποχαιρετίσω, γιατί μπορεί να μην προλάβω και να μου θυμώσεις, Σου ζωγράφισα κάτι για να με θυμάσαι».

Και μέσα από την τσέπη του μπουφάν της έβγαλε μια κάρτα.

Ο παπα Φώτης όταν άνοιξε την κάρτα, αντίκρισε απ΄ άκρη σε άκρη ζωγραφισμένο έναν γαλάζιο ουρανό και τίποτα άλλο και μια ευχή «Χριστός Γεννάται δοξάσατε!»

Η μητέρα της δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα, στα χείλη του πατέρα της σχηματίστηκε ένα γλυκόπικρο μειδίαμα και ο παπα Φώτης κατασυγκινημένος της χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά και της είπε: «δεν θα χαθούμε παιδί μου, κάποια μέρα θα ανταμώσουμε, θα δεις, να έχεις την ευχή μου!»

Η Μαρία του φίλησε το χέρι, τον πήρε μια απρόσμενη σφιχτή αγκαλιά, έκανε το σταυρό της στο κατώφλι της εκκλησίας και μαζί με τη μητέρα της πήραν το δρόμο της επιστροφής.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, το σπίτι μοσχομύριζε όλα ήταν στην εντέλεια, όλα εκτός από το δέντρο που η Μαρία το στόλιζε με αργούς ρυθμούς, κάθε μέρα και λίγα στολίδια.

Το αστέρι ήταν το μόνο στολίδι που δεν είχε βάλει στο δέντρο και ήταν ακόμη μέσα στο κουτί. Με την βοήθεια του πατέρα της στερέωσε το μεγάλο αστέρι στην κορυφή, άναψαν τα πολύχρωμα φωτάκια και η Μαρία τα χάζευε και χαμογελούσε η καρδιά της.

Το βράδυ το σπίτι γέμισε κόσμο, ήρθαν φίλοι, συγγενείς, γείτονες να ευχηθούν Καλά Χριστούγεννα. Η Μαρία μοίρασε τις καρτούλες με τις ευχές που είχε ζωγραφίσει για τον καθένα ξεχωριστά..

Ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα για όλους, έφαγαν τις νοστιμιές που είχε μαγειρέψει με πολύ μεράκι και αγάπη η μητέρα της Μαρίας, τραγούδησαν, γέλασαν θαύμασαν το στολισμένο χριστουγεννιάτικο καραβάκι με την ελληνική σημαία και με τα πολύχρωμα φωτάκια και φυσικά το δέντρο που είχε στολίσει με τα χεράκια της η Μαρία και πολύ καμάρωνε.

Είχε περάσει η ώρα, το σπίτι είχε αδειάσει από κόσμο, «άντε πάμε στα κρεβάτια μας τώρα κι αύριο μέρα είναι» είπε κατάκοπη η μητέρα της.

Η μικρή Μαρία έπεσε στο κρεβάτι της, ήταν πολύ χαρούμενη ξημέρωναν Χριστούγεννα «τα κατάφερα» σιγοψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος δεν άργησε να την πάρει στην αγκαλιά του.

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, οι γονείς της ετοιμαζόντουσαν για την εκκλησία, «πάω να σηκώσω το παιδί» είπε στον άντρα της.

Όμως η Μαρία κοιμήθηκε πολύ βαθιά και ξύπνησε ψηλά στον ουρανό, στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένο ένα γλυκό γαλήνιο χαμόγελο και το δωμάτιο έλαμπε από το φως του αστεριού που λαμποκοπούσε στην κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου που είχε στολίσει με τα χεράκια της.

Αφιερωμένο με πολύ αγάπη στα παιδιά και στους γονείς που αυτές τις άγιες χρονιάρες μέρες θα γιορτάσουν τη Γέννηση του Χριστού μακριά από τα σπίτια τους, στα δωμάτια των νοσοκομείων. Καλή δύναμη!

Μέλια.

Εικόνα: «Ο μικρός Άγγελος» έργο της Laurie Shanholtzer από: etsy

για το «σπιτάκι της Μέλιας»


Μην αμελήσετε να κάνετε Μου αρέσει! στη νέα μας σελίδα στο facebook!
Ευχαριστούμε πολύ!